ἀνίατος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίᾱτος''': Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ [[ἰατός]], [[ἀνιάτρευτος]], Ἱππ. Ἀφ. 1262· [[ἕλκος]], [[τραῦμα]] Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα [[αὐτόθι]] 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· [[ἀνελευθερία]] ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀδιόρθωτος]]. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: [[οὕτως]] ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. [[μετάνοια]], [[ἀνωφελής]], ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.
|lstext='''ἀνίᾱτος''': Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ [[ἰατός]], [[ἀνιάτρευτος]], Ἱππ. Ἀφ. 1262· [[ἕλκος]], [[τραῦμα]] Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα [[αὐτόθι]] 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· [[ἀνελευθερία]] ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἀδιόρθωτος]]. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: [[οὕτως]] ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. [[μετάνοια]], [[ἀνωφελής]], ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> incurable;<br /><b>2</b> qui ne remédie à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἰάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίᾱτος Medium diacritics: ἀνίατος Low diacritics: ανίατος Capitals: ΑΝΙΑΤΟΣ
Transliteration A: aníatos Transliteration B: aniatos Transliteration C: aniatos Beta Code: a)ni/atos

English (LSJ)

[ῑ], Ion. ἀν-ίητος, ον,

   A incurable, Hp.Aph.7.87; ἕλκος, τραῦμα, Pl.Lg.877a, 878c: also in moral sense, πράγματα ib.660c; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά Aeschin.3.156; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν Arist.EN1121b13.    2 of persons, incurable, incorrigible, Pl.R.410a, Grg.526b; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν Arist.EN1165b18, al. Adv. ἀνιάτως, ἔχειν to be incurable, Pl.Phd.113e, D.18.324; οἱ ἀ. κακοί Arist.EN1137a29.    II Act., ἀ. μετάνοια unavailing repentance, Antipho 2.4.12.

German (Pape)

[Seite 236] unheilbar, ἕλκος, τραῦμα, Plat. Legg. 877 a 878 c; von Menschen, Gorg. 526 b u. sonst; ἀνιάτως ἔχειν Phaed. 113 e; Dion. Hal. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίᾱτος: Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ ἰατός, ἀνιάτρευτος, Ἱππ. Ἀφ. 1262· ἕλκος, τραῦμα Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα αὐτόθι 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· ἀνελευθερία ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀδιόρθωτος. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: οὕτως ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. μετάνοια, ἀνωφελής, ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 incurable;
2 qui ne remédie à rien.
Étymologie: ἀνά, ἰάομαι.