κατασείω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασείω''': μέλλ. -σείσω: πρκμ. -σέσεικα, Φιλήμ. ἐν «Φάσμ.» 1. Σείω δυνατά, [[σείω]] πολὺ ἢ [[τινάσσω]] τὰ δένδρα διὰ νὰ πέσωσιν οἱ ὡριμάσαντες καρποί· καὶ μεταφορ., σείων [[καταρρίπτω]], [[καταβάλλω]], τὸ [[τεῖχος]], [[οἰκοδόμημα]] Θουκ. 2. 76· τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα Ἀρρ. Ἀν. 1. 19, 3., 2. 23, 1· σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 7· τινί τι, = τι ἐπί τινος, Φιλήμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― μεταφορ., κατ. τὰ ὦτα τοῦ ἀκροατοῦ Φιλόστρ. 621· μεταφορ., ἕως κατέσεισε, ἕως ὅτου τὸν ἔρριψε [[κάτω]] (διὰ τοῦ ποτοῦ), Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 11, ἴδε Casaub. εἰς Ἀθήν. 431C «κατασείειν δ’ ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων, τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρποὺς κατασειόντων», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. 99.― Παθ., [[καταπίπτω]], Φίλων 2. 512· ἐκπλήττω, τρόμον ἐμποιῶ, Φιλόστρ. 621· κ. ὁ Θεὸς Συνέσ. 2) κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι, κινήσας τὴν χεῖρα πρὸς τὰ [[κάτω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 33· οὕτω, κ. τὰ ἱμάτια, [[ὅπως]] κάμω [[σημεῖον]], Πλουτ. Πομπ. 73·― συνηθέστερον, κατ. τῇ χειρί, [[κάμνω]] [[σημεῖον]] διὰ τῆς χειρὸς ἵνα ἐπιβάλω σιγήν, Πολύβ. 1. 78, 3, Ἡλιόδ. 10. 7, καὶ τὸ πλῆρες, κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 17· οὕτω, κατ. ταῖς ὀθόναις Ἡλιόδ. 9. 6· ἀπολ., κατασείειν τινί, [[κάμνω]] [[νεῦμα]] ἢ [[σημεῖον]] εἰς ἕτερον [[ὅπως]] σιωπήσῃ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 4.
|lstext='''κατασείω''': μέλλ. -σείσω: πρκμ. -σέσεικα, Φιλήμ. ἐν «Φάσμ.» 1. Σείω δυνατά, [[σείω]] πολὺ ἢ [[τινάσσω]] τὰ δένδρα διὰ νὰ πέσωσιν οἱ ὡριμάσαντες καρποί· καὶ μεταφορ., σείων [[καταρρίπτω]], [[καταβάλλω]], τὸ [[τεῖχος]], [[οἰκοδόμημα]] Θουκ. 2. 76· τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα Ἀρρ. Ἀν. 1. 19, 3., 2. 23, 1· σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 7· τινί τι, = τι ἐπί τινος, Φιλήμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― μεταφορ., κατ. τὰ ὦτα τοῦ ἀκροατοῦ Φιλόστρ. 621· μεταφορ., ἕως κατέσεισε, ἕως ὅτου τὸν ἔρριψε [[κάτω]] (διὰ τοῦ ποτοῦ), Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 11, ἴδε Casaub. εἰς Ἀθήν. 431C «κατασείειν δ’ ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων, τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρποὺς κατασειόντων», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. 99.― Παθ., [[καταπίπτω]], Φίλων 2. 512· ἐκπλήττω, τρόμον ἐμποιῶ, Φιλόστρ. 621· κ. ὁ Θεὸς Συνέσ. 2) κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι, κινήσας τὴν χεῖρα πρὸς τὰ [[κάτω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 33· οὕτω, κ. τὰ ἱμάτια, [[ὅπως]] κάμω [[σημεῖον]], Πλουτ. Πομπ. 73·― συνηθέστερον, κατ. τῇ χειρί, [[κάμνω]] [[σημεῖον]] διὰ τῆς χειρὸς ἵνα ἐπιβάλω σιγήν, Πολύβ. 1. 78, 3, Ἡλιόδ. 10. 7, καὶ τὸ πλῆρες, κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 17· οὕτω, κατ. ταῖς ὀθόναις Ἡλιόδ. 9. 6· ἀπολ., κατασείειν τινί, [[κάμνω]] [[νεῦμα]] ἢ [[σημεῖον]] εἰς ἕτερον [[ὅπως]] σιωπήσῃ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire tomber en ébranlant, renverser d’une secousse : οἰκοδομήματος ἐπὶ [[μέγα]] THC ébranler une grande partie d’une construction;<br /><b>2</b> secouer, agiter : τὰ ἱμάτια PLUT agiter ses vêtements (en guise de signal) ; <i>abs.</i> faire signe : τινι κατασείειν XÉN faire (de la main) signe à qqn (de se taire).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σείω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασείω Medium diacritics: κατασείω Low diacritics: κατασείω Capitals: ΚΑΤΑΣΕΙΩ
Transliteration A: kataseíō Transliteration B: kataseiō Transliteration C: kataseio Beta Code: katasei/w

English (LSJ)

fut.

   A -σείσω Hp.Art.43: pf. -σέσεικα Philem.84:—shake down, throw down, οἰκοδομήματος ἐπὶ μέγα Th.2.76; τεῖχος, τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα, Arr.An.1.19.2, 2.23.1; σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Ae|.VH6.7:—Pass., fall down, Ph.2.512; of a lion's mane, αὐχένος ἐκ λασίοιο Χαίτη -εσείετο Pancrat.Oxy.1085.21: metaph., κ. ἀκροατοῦ ὦτα Philostr.VS2.29; νόμους Procop.Arc.27.33; κατέσεισεν ἅπαντα καὶ κατεβρόντησε Eun. Hist.p.256 D.; ἕως κατέσεισε until he laid him on the floor (with drinking), Men.8, cf. Philem. l. c., Ath.10.431c.    2 impel, drive headlong, νεανίσκον εἰς τὸν μανιώδη καὶ σφαλερὸν τῆς βασιλείας ἔρωτα Eun.Hist.p.235 D., cf. p.267 D.:—Pass., πρὸς τὸ λέγειν κ. ib. p.223 D.    3 in Surgery, treat by shaking, Hp.Art.42:—Pass., ib. 43.    4 κατασείσας τὴν χεῖρα with a motion of the hand, Act.Ap. 19.33; κ. ἱκετηρίας J.BJ2.21.8; κ. τὰ ἱμάτια, by way of signal, Plu. Pomp.73: more freq. c. dat., κ. τῇ Χειρί beckon with the hand, Plb. 1.78.3, Hld.10.7; κ. τῇ Χειρὶ σιγᾶν Act.Ap.12.17; κ. τῷ λύχνῳ ἅμα λέγων τὸν λόγον PMag.Lond.46.453; κ. ὀθόναις Hld.9.6: abs., κ. τινί beckon to another, as a sign for him to be silent, X.Cyr.5.4.4; κ. τισὶν ἐπεξιέναι J.AJ17.10.2; but also, shake the head in token of contempt, Phld.Vit.p.37 J.

German (Pape)

[Seite 1377] (s. σείω), herabschütteln, herunterwerfen, Sp., vgl. Ath. X, 431 c κατασείειν ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων (nach Phot. statt ὑποπινόντων), τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρπ οὺς κατασειόντων, Beispiel aus Menand. angeführt, zu Boden trinken, Einem zutrinken, bis er berauscht ist, vgl. Mein. Menand. p. 4; – erschüttern, Philostr. u. a. Sp.; – κατασείειν τῇ χειρί, mit der Hand schütteln, ein Zeichen machen, daß die Anderen schweigen sollen, Pol. 1, 78, 3, wie κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν N. T.; a. Sp.; absol, τῷ Γαδάτᾳ κατέσειον, sie gaben ihm ein Zeichen mit der Hand, Xen. Cyr. 5, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κατασείω: μέλλ. -σείσω: πρκμ. -σέσεικα, Φιλήμ. ἐν «Φάσμ.» 1. Σείω δυνατά, σείω πολὺ ἢ τινάσσω τὰ δένδρα διὰ νὰ πέσωσιν οἱ ὡριμάσαντες καρποί· καὶ μεταφορ., σείων καταρρίπτω, καταβάλλω, τὸ τεῖχος, οἰκοδόμημα Θουκ. 2. 76· τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα Ἀρρ. Ἀν. 1. 19, 3., 2. 23, 1· σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 7· τινί τι, = τι ἐπί τινος, Φιλήμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― μεταφορ., κατ. τὰ ὦτα τοῦ ἀκροατοῦ Φιλόστρ. 621· μεταφορ., ἕως κατέσεισε, ἕως ὅτου τὸν ἔρριψε κάτω (διὰ τοῦ ποτοῦ), Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 11, ἴδε Casaub. εἰς Ἀθήν. 431C «κατασείειν δ’ ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων, τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρποὺς κατασειόντων», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. 99.― Παθ., καταπίπτω, Φίλων 2. 512· ἐκπλήττω, τρόμον ἐμποιῶ, Φιλόστρ. 621· κ. ὁ Θεὸς Συνέσ. 2) κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι, κινήσας τὴν χεῖρα πρὸς τὰ κάτω, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 33· οὕτω, κ. τὰ ἱμάτια, ὅπως κάμω σημεῖον, Πλουτ. Πομπ. 73·― συνηθέστερον, κατ. τῇ χειρί, κάμνω σημεῖον διὰ τῆς χειρὸς ἵνα ἐπιβάλω σιγήν, Πολύβ. 1. 78, 3, Ἡλιόδ. 10. 7, καὶ τὸ πλῆρες, κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 17· οὕτω, κατ. ταῖς ὀθόναις Ἡλιόδ. 9. 6· ἀπολ., κατασείειν τινί, κάμνω νεῦμασημεῖον εἰς ἕτερον ὅπως σιωπήσῃ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

1 faire tomber en ébranlant, renverser d’une secousse : οἰκοδομήματος ἐπὶ μέγα THC ébranler une grande partie d’une construction;
2 secouer, agiter : τὰ ἱμάτια PLUT agiter ses vêtements (en guise de signal) ; abs. faire signe : τινι κατασείειν XÉN faire (de la main) signe à qqn (de se taire).
Étymologie: κατά, σείω.