ἐπονείδιστος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπονείδιστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ἄξιος]] ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, [[αἰσχρός]], καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. [[εἰρήνη]] Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· [[ἀμαθία]] Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι [[παρά]] τισι Δημ. 806. 7· [[τοὔνομα]] τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.
|lstext='''ἐπονείδιστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ἄξιος]] ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, [[αἰσχρός]], καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. [[εἰρήνη]] Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· [[ἀμαθία]] Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι [[παρά]] τισι Δημ. 806. 7· [[τοὔνομα]] τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />répréhensible, blâmable, honteux : ἐπ. τινι qu’on peut reprocher à qqn;<br /><i>Cp.</i> ἐπονειδιστότερος, <i>Sp.</i> ἐπονειδιστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὀνειδίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπονείδιστος Medium diacritics: ἐπονείδιστος Low diacritics: επονείδιστος Capitals: ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eponeídistos Transliteration B: eponeidistos Transliteration C: eponeidistos Beta Code: e)ponei/distos

English (LSJ)

ον,

   A to be reproached, disgraceful, shameful, E.IT689 ; ἐ. εἰρήνη Isoc.12.106 (Comp.), cf. D.19.336 ; ἀμαθία Pl.Ap.29b, etc. ; τινι to one, X.Smp.8.34 ; ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι is matter of reproach, D.26.19 ; ὄνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς the name of reproach among men, E.Fr.922 : Comp., Arist.EN1119a25 : Sup., X.Smp. 8.19. Adv. -τως shamefully, Pl.Lg.633e, Isoc.4.60 ; also in act. sense, so as to shame, ψέγειν Plb.1.14.5.

German (Pape)

[Seite 1008] schimpflich, tadelhaft, schmachvoll, καὶ λυπρόν Eur. I. T. 689; ἀμαθία, δουλεία, φήμη, Plat. Apol. 29 b Conv. 184 c Polit. 309 e; εἰρήνην οὔτε αἰσχίω ποτὲ γενομένην οὔτ' ἐπονειδιστοτέραν Isocr. 12, 106; πρᾶγμα Is. 2, 41; ἐκείνοις ταῦτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswerth, Xen. Conv. 8, 34; ἐπονείδιστον τὸ πολιτεύεσθαί ἐστι παρά τινι, wird getadelt, Dem. 26, 19; ἡδοναί Arist. Nic. 10, 3, 8. – Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise, Isocr. 4, 60; ψέγειν, unter Schmähungen, Pol. 1, 14, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπονείδιστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄξιος ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, αἰσχρός, καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. εἰρήνη Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· ἀμαθία Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι Δημ. 806. 7· τοὔνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
répréhensible, blâmable, honteux : ἐπ. τινι qu’on peut reprocher à qqn;
Cp. ἐπονειδιστότερος, Sp. ἐπονειδιστότατος.
Étymologie: ἐπί, ὀνειδίζω.