γαμετή: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰμετή''': ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ.=[[ἔγγαμος]] [[γυνή]], [[σύζυγος]], κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακὴν (κτητή), [[γυνή]] γαμ., [[νόμιμος]] [[σύζυγος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 404, Πλάτ. Νόμ. 841D, 868D, 874C· γαμετῇ ἁλόχῳ Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 310· οὕτω, γαμετὴ μόνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 164, Λυσ. 94. 36, Ἀριστ. Ἀποσπ. 172.
|lstext='''γᾰμετή''': ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ.=[[ἔγγαμος]] [[γυνή]], [[σύζυγος]], κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακὴν (κτητή), [[γυνή]] γαμ., [[νόμιμος]] [[σύζυγος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 404, Πλάτ. Νόμ. 841D, 868D, 874C· γαμετῇ ἁλόχῳ Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 310· οὕτω, γαμετὴ μόνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 164, Λυσ. 94. 36, Ἀριστ. Ἀποσπ. 172.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />femme légitime, épouse.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμετή Medium diacritics: γαμετή Low diacritics: γαμετή Capitals: ΓΑΜΕΤΗ
Transliteration A: gametḗ Transliteration B: gametē Transliteration C: gameti Beta Code: gameth/

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq.,

   A married woman, wife, opp. concubine, [γυναῖκα] κτητήν, οὐ γαμετήν Hes.Op.406, cf. Pl.Lg.841d, Lys.1.31 (pl.), Men.Pk.237, PTeb.104.17 (i B. C.), etc.; γαμετῇ ἀλόχῳ Epigr.Gr.310 (Smyrna); so γαμετή alone, A.Supp.165 (lyr.), Arist.Fr.144, POxy.795.4 (i A. D.); τέκνα καὶ γαμετάς Phld.Ir.p.53 W., cf. Herc. 1457.10, al.

German (Pape)

[Seite 472] ἡ, die rechtmäßige Gattin, γυνή Hes. O. 404, der κτητή entgeggstzt; der ἑταίρα Philetaer. com. Ath. XIII, 559 a; Comici; Prosa, gew. mit γυνή, Plat. Legg. VIII, 841 d u. öfter; Xen. Oec. 3, 10; D. Sic. 4, 61; allein, Pol. 23, 18.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰμετή: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ.=ἔγγαμος γυνή, σύζυγος, κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακὴν (κτητή), γυνή γαμ., νόμιμος σύζυγος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 404, Πλάτ. Νόμ. 841D, 868D, 874C· γαμετῇ ἁλόχῳ Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 310· οὕτω, γαμετὴ μόνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 164, Λυσ. 94. 36, Ἀριστ. Ἀποσπ. 172.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
femme légitime, épouse.
Étymologie: adj. verb. de γαμέω.
Syn. γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.