διεκπλέω: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεκπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -[[πλώω]], ἀόρ. -έπλωσα˙ - ἐντελῶς [[διαπλέω]], [[διέρχομαι]] [[πλέων]], τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147˙ τὰς Κυανέας 4. 89˙ τὴν διώρυχα 7. 122˙ σχοίνους [[δυώδεκα]] 2. 29˙ [[ὡσαύτως]], Ἡρακλέων στηλέων 4. 42˙ ἀπολ., [[ἐκπλέω]], [[αὐτόθι]] 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν [[πλέων]] διὰ μέσου αὐτῆς [[ὥστε]] νὰ [[δύναμαι]] νὰ [[προσβάλλω]] τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ [[ὄπισθεν]], Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36˙ πρβλ. διέκπλους. | |lstext='''διεκπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -[[πλώω]], ἀόρ. -έπλωσα˙ - ἐντελῶς [[διαπλέω]], [[διέρχομαι]] [[πλέων]], τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147˙ τὰς Κυανέας 4. 89˙ τὴν διώρυχα 7. 122˙ σχοίνους [[δυώδεκα]] 2. 29˙ [[ὡσαύτως]], Ἡρακλέων στηλέων 4. 42˙ ἀπολ., [[ἐκπλέω]], [[αὐτόθι]] 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν [[πλέων]] διὰ μέσου αὐτῆς [[ὥστε]] νὰ [[δύναμαι]] νὰ [[προσβάλλω]] τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ [[ὄπισθεν]], Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36˙ πρβλ. διέκπλους. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> traverser en naviguant, acc. <i>ou</i> gén.;<br /><b>2</b> se faire jour avec des vaisseaux à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. διεκ-πλώω, aor. -έπλωσα:—
A sail out through, τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147; τὰς Κυανέας Id.4.89; τὴν διώρυχα Id.7.122; σχοίνους δυώδεκα Id.2.29; Ἡρακλέων στηλέων Id.4.42: abs., sail out, ib.43. II in naval tactics, break the enemy's line by sailing through it, so as to be able to charge their ships in flank or rear, Hdt.6.15, Th.1.50, 7.36, Sosyl.p.31 B., Plb.1.51.9.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πλέω), durch- u. herausschiffen, durchsegeln; Ἑλλήσποντον Her. 7, 147; s. διεκπλώω. Bes. = mit den Schiffen durchbrechen, Thuc. 1, 50. 7, 36; Xen. Hell. 1, 6, 22; Pol. 1, 51, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -πλώω, ἀόρ. -έπλωσα˙ - ἐντελῶς διαπλέω, διέρχομαι πλέων, τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147˙ τὰς Κυανέας 4. 89˙ τὴν διώρυχα 7. 122˙ σχοίνους δυώδεκα 2. 29˙ ὡσαύτως, Ἡρακλέων στηλέων 4. 42˙ ἀπολ., ἐκπλέω, αὐτόθι 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν πλέων διὰ μέσου αὐτῆς ὥστε νὰ δύναμαι νὰ προσβάλλω τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ ὄπισθεν, Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36˙ πρβλ. διέκπλους.
French (Bailly abrégé)
1 traverser en naviguant, acc. ou gén.;
2 se faire jour avec des vaisseaux à travers.
Étymologie: διά, ἐκπλέω.