λύρα: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύρα''': [ῠ], ἡ, Λατ. lyra, ἑλληνικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ὅμοιον τῇ κιθάρᾳ, περὶ ἧς ἐλέγετο ὅτι ἐπενοήθη ὑπὸ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, Πίνδ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ([[ὅστις]] περὶ ὁμοίων μουσικῶν ὀργάνων ἔχει τὰ ὀνόματα [[κίθαρις]] καὶ [[φόρμιγξ]]). - Τὸ κοῖλον ἢ [[σῶμα]] τῆς λύρας ἦτο βαθύτερον ἢ τὸ τῆς κιθάρας καὶ ἦτο μεγαλειτέρα ἢ [[ὥστε]] νὰ φέρηται ἐπὶ τῶν γονάτων· ὁ [[Κύκλωψ]] Πολύφημος περιγράφεται ὡς ἔχων [[κρανίον]] ἐλάφου γυμνὸν τῶν σαρκῶν ὡς λύραν, καὶ τὰ κέρατα αὐτῆς ἐχρησίμευον ὡς πήχεις, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· αἱ χορδαὶ αὐτῆς ἦσαν τὸν ἀριθμὸν ἑπτὰ (ὡς ἐν τῇ κιθάρᾳ τοῦ Τερπάνδρου), [[κέλαδος]] ἑπτατόνου λύρας Εὐρ. Ι. Τ. 1129, κτλ.· ἂν καὶ κατὰ πρῶτον εἶχε μόνον τέσσαρας, Διόδ. 3. 16. Ἡ [[ἐφεύρεσις]] αὐτῆς ἀπεδίδετο εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ὡς ἡ τῆς κιθάρας εἰς τὸν Ἑρμῆν, ἀλλ’ ἡ [[διάκρισις]] τῶν δύο δὲν ἐτηρεῖτο αὐστηρῶς, ἴδε ἐν λεξ. [[κιθάρα]] καὶ πρβλ. [[λυριστής]]· [[ἐπειδὴ]] δὲ ἔπεμπεν ᾖχον ἰσχυρὸν καὶ πλήρη, ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ ἀνδρικώτατον πάντων τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, πρβλ. [[κιθάρα]]· διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν μετεχειρίζοντο αὐτὴν εἰς θρήνους καὶ εἰς μουσικὴν οἵα ἡ τοῦ Φρυγίου τρόπου, ἣτις διὰ [[ταῦτα]] καλεῖται ὁ [[ἄνευ]] λύρας [[θρῆνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 990 πρβλ. [[ἄλυρος]], [[ἀφόρμικτος]]. ΙΙ. ἡ λυρικὴ [[ποίησις]] καὶ [[μουσική]], Πλάτ. Νόμ. 809C, Ε. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς τῆς λύρας, Ἀνακρ. 70, [[ἔνθα]] ἴδε Bgk., Ἀριστ. Ἀποσπ. 191, Ἄρατ. 268. ΙV. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, [[ἴσως]] Trigla Lyra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 3.
|lstext='''λύρα''': [ῠ], ἡ, Λατ. lyra, ἑλληνικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ὅμοιον τῇ κιθάρᾳ, περὶ ἧς ἐλέγετο ὅτι ἐπενοήθη ὑπὸ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, Πίνδ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ([[ὅστις]] περὶ ὁμοίων μουσικῶν ὀργάνων ἔχει τὰ ὀνόματα [[κίθαρις]] καὶ [[φόρμιγξ]]). - Τὸ κοῖλον ἢ [[σῶμα]] τῆς λύρας ἦτο βαθύτερον ἢ τὸ τῆς κιθάρας καὶ ἦτο μεγαλειτέρα ἢ [[ὥστε]] νὰ φέρηται ἐπὶ τῶν γονάτων· ὁ [[Κύκλωψ]] Πολύφημος περιγράφεται ὡς ἔχων [[κρανίον]] ἐλάφου γυμνὸν τῶν σαρκῶν ὡς λύραν, καὶ τὰ κέρατα αὐτῆς ἐχρησίμευον ὡς πήχεις, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· αἱ χορδαὶ αὐτῆς ἦσαν τὸν ἀριθμὸν ἑπτὰ (ὡς ἐν τῇ κιθάρᾳ τοῦ Τερπάνδρου), [[κέλαδος]] ἑπτατόνου λύρας Εὐρ. Ι. Τ. 1129, κτλ.· ἂν καὶ κατὰ πρῶτον εἶχε μόνον τέσσαρας, Διόδ. 3. 16. Ἡ [[ἐφεύρεσις]] αὐτῆς ἀπεδίδετο εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ὡς ἡ τῆς κιθάρας εἰς τὸν Ἑρμῆν, ἀλλ’ ἡ [[διάκρισις]] τῶν δύο δὲν ἐτηρεῖτο αὐστηρῶς, ἴδε ἐν λεξ. [[κιθάρα]] καὶ πρβλ. [[λυριστής]]· [[ἐπειδὴ]] δὲ ἔπεμπεν ᾖχον ἰσχυρὸν καὶ πλήρη, ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ ἀνδρικώτατον πάντων τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, πρβλ. [[κιθάρα]]· διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν μετεχειρίζοντο αὐτὴν εἰς θρήνους καὶ εἰς μουσικὴν οἵα ἡ τοῦ Φρυγίου τρόπου, ἣτις διὰ [[ταῦτα]] καλεῖται ὁ [[ἄνευ]] λύρας [[θρῆνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 990 πρβλ. [[ἄλυρος]], [[ἀφόρμικτος]]. ΙΙ. ἡ λυρικὴ [[ποίησις]] καὶ [[μουσική]], Πλάτ. Νόμ. 809C, Ε. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς τῆς λύρας, Ἀνακρ. 70, [[ἔνθα]] ἴδε Bgk., Ἀριστ. Ἀποσπ. 191, Ἄρατ. 268. ΙV. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, [[ἴσως]] Trigla Lyra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> lyre, instrument de musique primitif, à quatre cordes, <i>postér.</i> à sept ; <i>p. ext.</i> chant, poésie lyrique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> Lyre, <i>constellation</i>;<br /><b>2</b> poisson-lyre.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée, pê emprunt.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύρα Medium diacritics: λύρα Low diacritics: λύρα Capitals: ΛΥΡΑ
Transliteration A: lýra Transliteration B: lyra Transliteration C: lyra Beta Code: lu/ra

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A lyre, a stringed instrument with a sounding-board formed of the shell of a tortoise (not in Il. or Od.), h.Merc.423, Margites 1, Pi.O.10(11).93, N.10.21, etc.; κέλαδος ἑπτατόνου λύρας E.IT 1129 (lyr.); τὸν ἄνευ λύρας θρῆνον (since the dirge was accompanied by the flute) A.Ag.990 (lyr.); λ. καὶ κιθάρα (q. v.) Pl.R.399d, cf. Aristid. Quint.2.16: prov. ὄνος λύρας (sc. ἀκούων), v. ὄνος; ἀνὴρ δὲ φεύγων οὐ μένει λύρας κτύπον</ref> Ar.Fr.11 D.    II lyric poetry and music, Pl.Lg.809c, 809e.    III the constellation Lyra, Anacr.99, Arat. 269; Μουσῶν λ., of the Pleiades, Pythag. ap. Arist.Fr.196.    IV a sea-fish, perh. Trigla lyra, Arist.HA535b17.

German (Pape)

[Seite 71] ἡ, die Lyra, Leier, ein siebensaitiges 8nach D. Sic. 3, 16 ursprünglich vierseitiges) Instrument, das Hermes erfunden u. dem Apollo geschenkt haben soll, λύρῃ κιθαρίζειν, H. h. Merc. 423 (sonst hat Hom. das Wort nicht, vgl. κιθάρα u. φόρμιγξ); oft bei Pind., ἀδυεπής, Ol. 11, 97, εὔχορδον ἔγειρε λύραν, N. 10, 21, λυρᾶν βοαί P. 10, 39, u. Tragg., ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῖ Aesch. Ag. 963, λύρας κτύπος, Eur. Alc. 432, ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας, I. T. 1129; Ar. u. com. oft, wie in Prosa, περὶ κρουμάτων ἐν λύρᾳ, Plat. Alc. I, 107 a. Sie hatte einen tieferen Schallboden als die Kithara und galt als das männlichste unter den Saiteninstrumenten. – Auch das Spielen auf der Lyra, Plat. Legg. VII, 809 c, u. die lyrische Dichtkunst. – Das Sternbild, die Leier, Arat. 268. – Ein Meerfisch aus dem Barbengeschlecht, die Secleier, Arist. H. A. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

λύρα: [ῠ], ἡ, Λατ. lyra, ἑλληνικὸν μουσικὸν ὄργανον ὅμοιον τῇ κιθάρᾳ, περὶ ἧς ἐλέγετο ὅτι ἐπενοήθη ὑπὸ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, Πίνδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (ὅστις περὶ ὁμοίων μουσικῶν ὀργάνων ἔχει τὰ ὀνόματα κίθαρις καὶ φόρμιγξ). - Τὸ κοῖλον ἢ σῶμα τῆς λύρας ἦτο βαθύτερον ἢ τὸ τῆς κιθάρας καὶ ἦτο μεγαλειτέρα ἢ ὥστε νὰ φέρηται ἐπὶ τῶν γονάτων· ὁ Κύκλωψ Πολύφημος περιγράφεται ὡς ἔχων κρανίον ἐλάφου γυμνὸν τῶν σαρκῶν ὡς λύραν, καὶ τὰ κέρατα αὐτῆς ἐχρησίμευον ὡς πήχεις, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· αἱ χορδαὶ αὐτῆς ἦσαν τὸν ἀριθμὸν ἑπτὰ (ὡς ἐν τῇ κιθάρᾳ τοῦ Τερπάνδρου), κέλαδος ἑπτατόνου λύρας Εὐρ. Ι. Τ. 1129, κτλ.· ἂν καὶ κατὰ πρῶτον εἶχε μόνον τέσσαρας, Διόδ. 3. 16. Ἡ ἐφεύρεσις αὐτῆς ἀπεδίδετο εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ὡς ἡ τῆς κιθάρας εἰς τὸν Ἑρμῆν, ἀλλ’ ἡ διάκρισις τῶν δύο δὲν ἐτηρεῖτο αὐστηρῶς, ἴδε ἐν λεξ. κιθάρα καὶ πρβλ. λυριστής· ἐπειδὴ δὲ ἔπεμπεν ᾖχον ἰσχυρὸν καὶ πλήρη, ἐθεωρεῖτο ὡς τὸ ἀνδρικώτατον πάντων τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, πρβλ. κιθάρα· διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν μετεχειρίζοντο αὐτὴν εἰς θρήνους καὶ εἰς μουσικὴν οἵα ἡ τοῦ Φρυγίου τρόπου, ἣτις διὰ ταῦτα καλεῖται ὁ ἄνευ λύρας θρῆνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 990 πρβλ. ἄλυρος, ἀφόρμικτος. ΙΙ. ἡ λυρικὴ ποίησις καὶ μουσική, Πλάτ. Νόμ. 809C, Ε. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς τῆς λύρας, Ἀνακρ. 70, ἔνθα ἴδε Bgk., Ἀριστ. Ἀποσπ. 191, Ἄρατ. 268. ΙV. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως Trigla Lyra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. lyre, instrument de musique primitif, à quatre cordes, postér. à sept ; p. ext. chant, poésie lyrique;
II. p. anal. 1 Lyre, constellation;
2 poisson-lyre.
Étymologie: DELG étym. ignorée, pê emprunt.