κατερύω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, [[καθέλκω]], καθελκύω˙- [[σύρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]] ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151˙ νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.˙ οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96˙- [[ὡσαύτως]], κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552˙ κ. τόξα, [[ἕλκω]], [[ἐντείνω]] [[τόξον]], Ἀνθ. Π. 9. 16˙- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα [[λαῖφος]] ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931. | |lstext='''κατερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, [[καθέλκω]], καθελκύω˙- [[σύρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]] ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151˙ νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.˙ οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96˙- [[ὡσαύτως]], κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552˙ κ. τόξα, [[ἕλκω]], [[ἐντείνω]] [[τόξον]], Ἀνθ. Π. 9. 16˙- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα [[λαῖφος]] ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> tirer en bas : [[εἰς]] ἅλα OD mettre (des vaisseaux) à la mer;<br /><b>2</b> amener jusqu’à : [[ἐς]] Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια HDT jusqu’à Salamine les épaves du naufrage.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. κατ-ειρύω,
A draw, haul down, freq. in Od. of ships, τήν γε [σχεδίην] κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν 5.261:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται 8.151, etc.; so κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Hdt.8.96; also κ. οὔθατα μόσχου to draw or milk them, Nic.Th.552; τόξα κ. draw a bow, AP9.16 (Mel.):—Med., κὰδ δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι unfurling, A.R.2.931.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἐρύω), herunter-, herabziehen, z. B. Schiffe vom Lande ins Meer, εἰς ἅλα Od. 5, 261; pass., νῆα κατειρύσθαι 14, 332, sp. D.; – ion. κατειρύω, Her. 8, 96; s. auch Orph. Arg. 242 Nic. Ther. 552.
Greek (Liddell-Scott)
κατερύω: Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, καθέλκω, καθελκύω˙- σύρω κάτω, καταβιβάζω ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151˙ νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.˙ οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96˙- ὡσαύτως, κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552˙ κ. τόξα, ἕλκω, ἐντείνω τόξον, Ἀνθ. Π. 9. 16˙- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931.
French (Bailly abrégé)
1 tirer en bas : εἰς ἅλα OD mettre (des vaisseaux) à la mer;
2 amener jusqu’à : ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια HDT jusqu’à Salamine les épaves du naufrage.
Étymologie: κατά, ἐρύω.