θοάζω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοάζω''': (θοὸς) μεταβ., κινῶ [[ταχέως]], βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ [[ἀγών]]… θοάζων σε; τὶ [[ἔργον]] σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· [[θοάζω]] Βρομίῳ πόνον ἡδύν, [[ἐπισπεύδω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… [[σῖτα]] γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, [[θοάζω]] αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· [[κῆτος]] θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = [[θαάσσω]], [[θάσσω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[κάθημαι]], ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [[Ζεὺς]] κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. [[ὅμως]] ἀναφέρει καὶ [[ταῦτα]] τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· [[ὥστε]] τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ [[ἔρχομαι]] ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ [[κάθημαι]] ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. [[θαάσσω]], ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ [[θοάζω]], δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, [[τίθημι]], διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν. | |lstext='''θοάζω''': (θοὸς) μεταβ., κινῶ [[ταχέως]], βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ [[ἀγών]]… θοάζων σε; τὶ [[ἔργον]] σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· [[θοάζω]] Βρομίῳ πόνον ἡδύν, [[ἐπισπεύδω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… [[σῖτα]] γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι [[ταχέως]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, [[θοάζω]] αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· [[κῆτος]] θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = [[θαάσσω]], [[θάσσω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[κάθημαι]], ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [[Ζεὺς]] κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. [[ὅμως]] ἀναφέρει καὶ [[ταῦτα]] τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· [[ὥστε]] τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ [[ἔρχομαι]] ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ [[κάθημαι]] ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. [[θαάσσω]], ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ [[θοάζω]], δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, [[τίθημι]], διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. prés. et impf.</i><br />mouvoir avec rapidité <i>ou</i> impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]].<br /><span class="bld">2</span><i>c.</i> [[θαάσσω]], s’asseoir, être assis.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[θᾶκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), (θοός (A)) trans.,
A move quickly, ply rapidly, πτέρυγας E. IT1142 (lyr.); τίς ὅδ' ἀγών . . θοάζων σε; what task is thus hurrying thee on? Id.Or.335; θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν urge it on, Id.Ba.65; θ. σῖτα γένυσι dispatch it quickly, Id.HF382 (lyr.). 2 intr., move quickly, rush, dart, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Id.Or.1542; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι θ. Id.Ba.219; θ. δρόμῳ Id.Tr.307; κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός Id.Fr.145. (Cf. θέω, θοός (A).)
θοάζω (B),
A = θάασσω, sit, σοφίης ἐπ' ἄκροισι Emp.4.8; ὑπ' ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [Ζεὺς] κρατύνει A.Supp.595; τίνας ποθ' ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε; why are ye in this suppliant posture? S.OT2, cf. Plu.2.22e. (Cf. ἐπιθοάζω, θόωκος, θῶκος; v. θάσσω.)
θοάζω (C),
A v. θῳάζω.
German (Pape)
[Seite 1213] (von θοός), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, schnell bewegen, π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν φόνιος θοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐθόαζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, eilen, laufen, θοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Or. 1542. – 21 = θαάσσω, sitzen; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καθέζεσθαι u. θαάσσω; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. θοῶς προσκάθησθε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint.
Greek (Liddell-Scott)
θοάζω: (θοὸς) μεταβ., κινῶ ταχέως, βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ ἀγών… θοάζων σε; τὶ ἔργον σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν, ἐπισπεύδω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… σῖτα γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι ταχέως, σπεύδω, ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, θοάζω αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = θαάσσω, θάσσω, θακέω, θωκέω, κάθημαι, ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων Ζεὺς κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), ἔνθα ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. ὅμως ἀναφέρει καὶ ταῦτα τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· ὥστε τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ ἔρχομαι ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ κάθημαι ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. θαάσσω, ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ θοάζω, δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, τίθημι, διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν.
French (Bailly abrégé)
1seul. prés. et impf.
mouvoir avec rapidité ou impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.
Étymologie: θοός.
2c. θαάσσω, s’asseoir, être assis.
Étymologie: DELG v. θᾶκος.