ἐνδέξιος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> placé à droite ; <i>adv.</i> • ἐνδέξια à droite, en allant de gauche à droite;<br /><b>2</b> d’heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δεξιός]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> placé à droite ; <i>adv.</i> • ἐνδέξια à droite, en allant de gauche à droite;<br /><b>2</b> d’heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δεξιός]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=on the [[right]], favorable, Il. 9.236; adv. ἐνδέξια, [[from]] [[left]] to [[right]], regarded as the [[lucky]] [[direction]] in pouring [[wine]], [[drawing]] lots, etc., Il. 1.597, Il. 7.184, Od. 17.365; cf. ἐπιδέξια. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 15 August 2017
English (LSJ)
α, ον, Hom. only neut. pl. ἐνδέξια,
A towards the right hand, from left to right, mostly as Adv., θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν οἰνοχόει he filled for all the gods from left to right, Il.1.597; δεῖξ' ἐνδέξια πᾶσιν 7.184; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον Od.17.365; τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐ. φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς . . ἄγειν AP7.545 (Hegesipp.): regarded as lucky, hence ἐνδέξια σήματα propitious omens, Il.9.236, cf. SIG 1025.25 (Cos). 2 after Hom. without any sense of motion, on the right, v. l. in E.Hipp.1360 (anap.); ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής on thy right, Id.Cyc.6; εἰσιόντων ἐνδέξια on the right as one enters, PPetr.3p.203; ἡ παραστὰς ἡ ἐνδεξία Inscr.Prien.19.46 (iii B. C.): c. gen., ἐνδέξια τῆς εἰκόνος ib.53.74 (ii B. C.). II clever, ἔργα h.Merc.454. Adv. -ιως Sch.Th.2.41.
German (Pape)
[Seite 832] α, ον, zur rechten Seite; ἐνδ. σῷ ποδὶ παρασπιστὴς γεγώς Eur. Cycl. 6; ἐνδέξια σήματα, Zeichen zur Rechten, d. i. glückbedeutende, Il. 9, 236, wie τέρας Callim. Iup. 69; auch = gewandt, geschickt, ἔργα H. h. Hero. 454. Gew. ἐνδέξια, adv., – a) zur rechten Seite, τίς ἐφέστηκ' ἐνδέξια πλευροῖς Eur. Hipp. 1360. – b) rechts hin, rechts herum, welche Richtung man bei Opfern u. anderen Versammlungen als die Glück bringende stets beobachtete; θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν ᾠνοχόει, von der rechten Seite, immer dem nächsten rechts Sitzenden, Il. 1, 597; δεῖξ' ἐνδ. πᾶσιν, bei Loosen, 7, 184; βῆ δ' ἴμεν αἰτήσων ἐνδ. φῶτα ἕκαστον, vom Odysseus, der bettelnd herumgeht, Od. 17, 365. Bei Hegesipp. 7 (VII, 545), τὴν ἐπὶ πυρκαϊῆς ἐνδέξιά φασι κέλευθον Ἑρμῆν τοὺς ἀγαθοὺς ἄγειν, der rechts abgehende u. darum glückliche Weg.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέξιος: α, ον: - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ. πληθ. ἐνδέξια, πρὸς τὴν δεξιὰν χεῖρα, ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιά, ἢ κατ’ ἄλλους ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ μέρους, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν ᾠνοχόει, «ἐπιδεξίωσις» (Θ. Γαζῆς) καὶ ἄλλοι ἄλλως, Ἰλ Α. 597· δεῖξ’ ἐνδέξια πᾶσιν, «ἐπιδεξίως» (Σχόλ.), Η. 184· βῆ δ’ ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον, «τὸ ἐνδέξια ἢ ἀντὶ τοῦ, ἐκ τοῦ δεξιοῦ καθίσματος, ἐπ’ ἀγαθῷ συμβόλῳ, ἢ ἀντὶ τοῦ, ἐπιδεξίως, οὗ πρὸς σαφήνειαν ἐπῆκται τό: ὡς εἰ πτωχὸς πάλαι εἴη» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 365· πρβλ. δεξιός· ἐντεῦθεν, ἐνδέξια σήματα, αἴσιοι οἰωνοί, Ἰλ. Ι. 236· πρβλ. ἐπιδέξιος. 2) μεθ᾿ Ὅμ., ἄνευ τινὸς ἐννοίας κινήσεως = δεξιός, τίς ἐφέστηκ᾿ ἐνδέξια πλευροῖς; ἐν δεξιᾷ ἢ ἐκ δεξιᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 1360· ἴδε Paley, ὅστις ἐφύλαξε τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ. δεξιά· ἐνδέξιος σῷ ποδί, πρὸς τὰ δεξιά σου, ὁ αὐτὸς Κύκλ. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., οἷα νέων θαλίῃς ἐνδέξια ἔργα πέλονται Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 454. - Ἐπικ. λέξις ἀπαντῶσα καὶ παρ᾿ Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., ἀλλ᾿ οὐδέποτε παρὰ πεζολόγοις, διότι παρὰ Θουκ. (1. 24, κτλ.) διωρθώθη ἤδη εἰς τό: ἐν δεξιᾷ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐν ἀριστερᾷ, ἴδε σημ. S. T. Bloomfield.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 placé à droite ; adv. • ἐνδέξια à droite, en allant de gauche à droite;
2 d’heureux augure.
Étymologie: ἐν, δεξιός.
English (Autenrieth)
on the right, favorable, Il. 9.236; adv. ἐνδέξια, from left to right, regarded as the lucky direction in pouring wine, drawing lots, etc., Il. 1.597, Il. 7.184, Od. 17.365; cf. ἐπιδέξια.