Στύξ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=Στυγός (ἡ) :<br />le Styx :<br /><b>1</b> fl. d’Arcadie dont l’eau était glaciale;<br /><b>2</b> fl. des Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[στύξ]].
|btext=Στυγός (ἡ) :<br />le Styx :<br /><b>1</b> fl. d’Arcadie dont l’eau était glaciale;<br /><b>2</b> fl. des Enfers.<br />'''Étymologie:''' [[στύξ]].
}}
{{Autenrieth
|auten=Στυγός (‘River of Hate’): the [[Styx]], a [[river]] of the [[nether]] [[world]], by [[which]] the gods swore [[their]] [[most]] [[solemn]] oaths, Il. 2.755, Od. 10.514, Il. 8.369, Il. 14.271, Il. 15.37.
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στύξ Medium diacritics: Στύξ Low diacritics: Στυξ Capitals: ΣΤΥΞ
Transliteration A: Stýx Transliteration B: Styx Transliteration C: Styks Beta Code: *stu/c

English (LSJ)

ἡ, gen. Στῠγός, (στυγέω)

   A the Styx, i.e. the Hateful, Il.8.369: also the nymph of this river, Hes.Th.361.    2 a well of fatal coldness in Arcadia, Hdt.6.74, Str.8.8.4, Paus.8.18.5.    II as Appellat., monster, reptile, ἄτρωτον . . ὑπὸ στυγός (στύγος cod.M) A.Ch. 532 (sed leg. στύγους).    2 piercing chill, as of frost, in pl., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Thphr.CP5.14.4.    3 hatred, abhorrence, esp. of mankind, Alciphr.3.34.    4 = σκώψ, Ant.Lib.21.5, Hygin. Fab.28.4 Rose, Hsch.: cf. στρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

Στύξ: ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε στυγέω) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «κρήνη ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. ὅρκος· - ὡσαύτως, ἡ νύμφη τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) πηγή τις λίαν ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου θανατηφόρος, ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν τέρας, ἑρπετόν, ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 (ἔνθα ὅμως ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν ψῦχος, ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) μῖσος, ἀποστροφή, μάλιστα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34.

French (Bailly abrégé)

Στυγός (ἡ) :
le Styx :
1 fl. d’Arcadie dont l’eau était glaciale;
2 fl. des Enfers.
Étymologie: στύξ.

English (Autenrieth)

Στυγός (‘River of Hate’): the Styx, a river of the nether world, by which the gods swore their most solemn oaths, Il. 2.755, Od. 10.514, Il. 8.369, Il. 14.271, Il. 15.37.