τάλας: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(Bailly1_5)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=τάλαινα <i>ou poét.</i> [[τάλας]], [[τάλαν]];<br /><i>gén.</i> τάλανος, ταλαίνης, τάλανος ; <i>voc.</i> [[τάλαν]], τάλαινα, [[τάλαν]];<br /><b>1</b> qui supporte des maux, malheureux, infortuné ; avec un gén. : οἲ ’γὼ τάλαινα ξυμφορᾶς κακῆς ESCHL malheureuse que je suis ! quel funeste événement ! τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως AR malheureuse ! quel outrage je subis ! <i>en mauv. part</i> [[τάλαν]] OD misérable !;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> pénible, affligeant;<br /><i>Sp.</i> [[ταλάντατος]].<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]].
|btext=τάλαινα <i>ou poét.</i> [[τάλας]], [[τάλαν]];<br /><i>gén.</i> τάλανος, ταλαίνης, τάλανος ; <i>voc.</i> [[τάλαν]], τάλαινα, [[τάλαν]];<br /><b>1</b> qui supporte des maux, malheureux, infortuné ; avec un gén. : οἲ ’γὼ τάλαινα ξυμφορᾶς κακῆς ESCHL malheureuse que je suis ! quel funeste événement ! τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως AR malheureuse ! quel outrage je subis ! <i>en mauv. part</i> [[τάλαν]] OD misérable !;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> pénible, affligeant;<br /><i>Sp.</i> [[ταλάντατος]].<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=voc. [[τάλαν]] ([[root]] ταλ): foolhardy, [[wretch]], Od. 18.327 and Od. 19.68. Cf. [[σχέτλιος]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάλας Medium diacritics: τάλας Low diacritics: τάλας Capitals: ΤΑΛΑΣ
Transliteration A: tálas Transliteration B: talas Transliteration C: talas Beta Code: ta/las

English (LSJ)

(v. sub fin.), τάλαινα, τάλαν (fem.

   A τάλας Ar.Th.1038): gen. ᾰνος, αίνης, ανος, also dat. τάλαντι Hippon.12: voc. τάλαν, masc. in Od.18.327, 19.68, Thgn.512, etc., fem. in Ar.Ra.559, al. (Adv. acc. to A.D.Adv.160.11, Hdn.Gr.2.12, al.): Aeol. nom. τάλαις Choerob.in Theod.1.126 H.: (Τλάω):—suffering, wretched, ξεῖνε τάλαν Od.18.327, etc.; ὦ τάλας ἐγώ S.OC1338,1401, Aj.981; ὦ τάλαιν' ἐγώ A.Ch.743; ὦ τάλαν S.Ph.1196 (lyr.): c. gen. causae, οἲ γὼ τάλαινα συμφορᾶς κακῆς A.Pers.445, cf. 517; τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεος Ar.Pl.1044: sts. in bad sense, τάλαν wretch! Od.19.68: but in Com., τάλαινα poor dear! as a sort of coaxing address, Ar.Lys.910,914; so ὦ τάλαινα Id.Ec.242.    2 in Trag. also of things, sorry, wretched, μόχθοι A.Ch.1069 (anap.); παρακοπά Id.Ag.223 (lyr.); πάθος Id.Th.988 (lyr.); νηδύς S.OC1263; αὔλιον Id.Ph.1088 (lyr.); συμφορά, νόσος, Id.El.1179, Tr.1084; ἔρις, φυγά, E.Hel.248 (lyr.), Ph.1710 (lyr.): Sup. τᾰλάντατος, η, ον, Ar. Pl.684, 1046, 1060, Pl.Cra.395e.--Poet. word, used by X.Cyr.4.6.5, Ph.2.239, Arr.Epict.2.16.20, Plu.Ant.79, al., Luc.DMeretr.10.3.    II Τάλας, ὁ, a constellation (θεός τις κατακέφαλα κείμενος) rising with Sagittarius, Cat.Cod.Astr.7.207. [τᾰλᾱς A.Pr.158 (anap.), S. (v. supr.), Ar.Ach.163,1192, Pax79, Av.1494, Pl.930; Dor. also τᾰλᾰς Theoc.2.4, AP9.378 (Pall.): voc. τάλᾰν Thgn.512, S.Ph.1196 (lyr.), Ar.Ec.658,1005 (both anap.).]

Greek (Liddell-Scott)

τάλᾱς: τάλαινα, τάλαν, (ὡς τὸ μέλας, ἀλλὰ θηλ. τάλας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1038), γεν. -ᾰνος, -αίνης, -ανος, ὡσαύτως τάλαντος Ἱππῶναξ 7· κλητ. τάλαν ὡς ἀρσ. ἐν Ὀδ. Σ. 327, Τ. 68, Θεόγν., κλπ. (ἴδε ἐν τέλ.), καὶ θηλ. ἀντὶ τάλαινα, Εὐρ. Μήδ. 1057, Ἀριστοφ. Βάτρ. 559, κ. ἀλλ.· (*τλάω)· - ὡς τὸ τλήμων, ὁ ὑποφέρων, πάσχων, κακοπαθῶν, δυστυχής, ταλαίπωρος, ἐλεεινός, Λατ. miser, ξεῖνε τάλαν Ὀδ. Σ. 327, καὶ Τραγ. μάλιστα ἐν τῇ κλητ., ὦ τάλας ἐγὼ Σοφ. Ο. Κ. 1338, 1401, Αἴ. 981· ὦ τάλαιν’ ἐγὼ Αἰσχύλ. Χο. 743· ὦ τάλαν Σοφ. Φιλ. 1196· κλπ.· - μετὰ γεν. τῆς αἰτίας, οἲ ’γὼ τάλαινα ξυμφορᾶς κακῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 445, πρβλ. 517· τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως Ἀριστοφ. Πλ. 1044· - ἐνίοτε καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, τάλαν, ἄθλιε! Ὀδ. Τ. 68· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Κωμ., τάλαν, κακόμοιρε, εἶδος συμπαθοῦς καὶ θωπευτικῆς ἐκφράσεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 910, 914· οὕτωςτάλαινα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 242. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἄθλιος, ἐλεεινός, μόχθοι Αἰσχύλ. Χο. 1069· ἀρὰ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 695· παρακοπὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 223· πάθος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 983· νηδὺς Σοφ. Ο. Κ. 1263· αὔλιον ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1088· συμφορά, νόσος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1179, Τρ. 1084· ἔρις, φυγὴ Εὐρ. Ἑλ. 248, Φοίν. 1710. Συγκρ. τᾰλάντερος, α, ον (;)· ὑπερθετ. τᾰλάντατος, η, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 684, 1046, 1060, Πλάτ. Κρατ. 395Ε. Ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Λουκ. [τᾰλᾱς Αἰσχύλ. Πρ. 158, Σοφ. (ἴδε ἀνωτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 163, 1192, Εἰρ. 79, Ὄρν. 1494, Πλ. 930 Δωρ. ὡσαύτως τᾰλᾰς Θεόκρ. 2. 4· ἡ κλητ. εἶναι τάλᾰν παρὰ Θεόγν. 512, Σοφ. Φιλ. 1196, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 658, 1005]. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σελ. 270.

French (Bailly abrégé)

τάλαινα ou poét. τάλας, τάλαν;
gén. τάλανος, ταλαίνης, τάλανος ; voc. τάλαν, τάλαινα, τάλαν;
1 qui supporte des maux, malheureux, infortuné ; avec un gén. : οἲ ’γὼ τάλαινα ξυμφορᾶς κακῆς ESCHL malheureuse que je suis ! quel funeste événement ! τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως AR malheureuse ! quel outrage je subis ! en mauv. part τάλαν OD misérable !;
2 en parl. de choses pénible, affligeant;
Sp. ταλάντατος.
Étymologie: τλῆναι.

English (Autenrieth)

voc. τάλαν (root ταλ): foolhardy, wretch, Od. 18.327 and Od. 19.68. Cf. σχέτλιος.