τετευχῆσθαι: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_6) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104. | |lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[τευχέω]], τεύχεα), inf. perf. [[pass]].: to [[have]] [[armed]] [[ourselves]], be [[armed]], Od. 22.104†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 August 2017
English (LSJ)
(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use,
A to be armed, Od.22.104.
Greek (Liddell-Scott)
τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
English (Autenrieth)
(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.