πάγκοινος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_4) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />commun à tous.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοινός]]. | |btext=ος, ον :<br />commun à tous.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοινός]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[πάγκοινος]], -ον</b><br /> <b>1</b>[[open]] to [[all]] “[[δεῦρο]] πάγκοινον ἐς χώραν [[ἴμεν]]” [[Olympia]] (O. 6.63) ἀπήμονα [[εἰς]] ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ [[πότνια]], πάγκοινον [[τέρας]] i. e. [[that]] [[all]] [[have]] [[seen]], viz. the [[eclipse]] of the [[sun]] at [[Thebes]] Πα.. 1. [[φθέγμα]] μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου [[ἀνδρός]] i. e. [[that]] [[all]] [[may]] [[hear]] fr. 188. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A common to all, νοσήματα Hp.Aër.2, Gal.17(1).2; π. σοφισταί Poll.4.43: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις . . Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant.1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th.608; ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138 (lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr.425; π. τέρας Pi.Pae.9.10; στάσις π. all the band together, A.Ch.458 (lyr.). Adv. -νως Man.4.506.
German (Pape)
[Seite 435] Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκοινος: -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. χώρα, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς, ἀπέχθημα κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. στάσις Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
commun à tous.
Étymologie: πᾶς, κοινός.
English (Slater)
πάγκοινος, -ον
1open to all “δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” Olympia (O. 6.63) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. that all have seen, viz. the eclipse of the sun at Thebes Πα.. 1. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός i. e. that all may hear fr. 188.