ποιητός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(Autenrieth)
(sl1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[well]]) made or built, [[with]] and [[without]] εὖ.
|auten=([[well]]) made or built, [[with]] and [[without]] εὖ.
}}
{{Slater
|sltr=[[ποιητός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[fabricated]] ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29)
}}
}}

Revision as of 12:22, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιητός Medium diacritics: ποιητός Low diacritics: ποιητός Capitals: ΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: poiētós Transliteration B: poiētos Transliteration C: poiitos Beta Code: poihto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made, freq. in Hom., esp. of houses and arms, always in the sense of εὖ ποιητός, well made, δόμοις ἔνι ποιητοῖσι Il. 5.198, Od.13.306; ποιητὰς . . πύλας Il.12.470; also πύκα ποιητός 18.608, Od.1.333,436, al.: generally, made, εἰ δ' ἦν π. τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα Thgn.435; π. φρέατα, opp. natural springs, Plu.Sol. 23; cultivated, opp. ἄγριος, Aret.CD1.4; ἕλκεα self-inflicted, Tryph. 229.    II made into a son, adopted, παῖς π., opp. ἀληθινός, γεννητός, Pl.Lg.878e, 923e; οἱ π. τῶν πατέρων adopted fathers, Lycurg. 48; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.Pol.1275a6, cf. D.45.78.    III made by oneself, i.e. invented, feigned, λόγος Pi.N. 5.29; ποιητῷ τρόπῳ E.Hel.1547; of works of art, imitated, Nonn.D. 34.287.

German (Pape)

[Seite 649] gemacht, verfertigt; oft bei Hom., bes. von Wohnungen und Waffen, wie οἱ δὲ κατ' αὐτὰς ποιητὰς ἐςέχυντο πύλας, Il. 12, 470; κύκλος, κυνέη, δόμος, θάλαμος u. ä., wo man es = εὖ ποιητός, wohl, künstlich gemacht, aufzufassen pflegt; auch τέγεος πύκα ποιητοῖο, Od. 1, 333; Sp.; τὸ ποιητόν, das Gemachte, Arist. eth. 6, 2; – παῖς, ein angenommener, adoptirter Sohn, der zum Sohne gemacht, nicht geboren ist. εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός, Plat. Legg. XI, 923 e, oft bei den Rednern; auch ὁ ποιητὸς πατήρ, Adoptivvater, Lys. 13, 91; πολῖται, die mit dem Bürgerrechte beschenkt sind, nicht geborene Bürger, Arist. pol. 3, 1. – Uebh. selbst gemacht, ersonnen, erdichtet, ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ποιητός: -ή, -όν, (ποιέω) πεποιημένος, ποιηθείς, συχν. παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ ποιητός, καλῶς πεποιημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ τυκτός, τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει ἐπίσης καὶ συνημμένως, πύκα ποιητός, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς πηγάς, Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. εἰσποιητός, υἱοθετηθείς, θετὸς υἱός, παῖς π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ ἀληθινός, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς πατήρ, Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε ποιέω, Α. ΙΙΙ., ποίησις ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 créé, p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit adopté, créé ou admis par adoption;
2 en parl. d’ouvrages manuels fabriqué, travaillé, particul. fait avec art, bien travaillé.
Étymologie: ποιέω.

English (Autenrieth)

(well) made or built, with and without εὖ.

English (Slater)

ποιητός
   1fabricated ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29)