προβιβάζω: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[προβιβῶ]], <i>ao.</i> προέβιβασα;<br />faire avancer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βιβάζω]]. | |btext=<i>f.</i> [[προβιβῶ]], <i>ao.</i> προέβιβασα;<br />faire avancer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βιβάζω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>προβῐβάζω</b><br /> <b>1</b> [[lead]] [[out]] [Ἄβδ] ηρε, καὶ [στρατ] ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>προβῐβάζω</b><br /> <b>1</b> [[lead]] [[out]] [Ἄβδ] ηρε, καὶ [στρατ] ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106) | |sltr=<b>προβῐβάζω</b><br /> <b>1</b> [[lead]] [[out]] [Ἄβδ] ηρε, καὶ [στρατ] ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 17 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -άσω D.C.58.23, Att. προβῐβῶ Ar.Av.1570:— causal of προβαίνω, cause to step forward, lead on, τινα S.OC180 (lyr.); ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; to what point, how far do you mean to carry us ? Ar.l.c.; τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν, Pl.Prt.328a, X.Mem.1.5.1; ἕως Μακεδονίας τὴν ἀρχήν extend it... D.H.1.3; push on, οὐδὲν ἠδύνατο π. τῶν ἔργων Plb.5.100.1:—Pass., to be developed, improved, of machines, Hero Bel.74.4. 2 push forward, advance, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (by building a wall) D.S.4.78; exalt, τὴν πατρίδα Plb.9.10.4; τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς promote him, D.C.l.c.; δύναμιν Phld. Rh.1.40 S. 3 teach, τινάς τι LXX De.6.7, cf. Plu.Cat.Mi.36 (dub.); put forward as a representative, Act.Ap.19.33 (v.l.):— Pass., to be instructed or egged on, ὑπὸ τῆς μητρός Ev.Matt.14.8. II intr., = προβαίνω, Plb.10.44.1, Aristid.2.231 J. III of a male, mount before, ἄλλην Arist.HA546a10.
German (Pape)
[Seite 711] weiter fortführen, -bringen, befördern; προβίβαζε, κούρα, πρόσω, Soph. O. C. 176, sc. αὐτόν, führe ihn weiter; ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε, Ar. Av. 1570, wohin wirst du uns doch noch bringen? προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, Plat. Prot. 328 b; Xen. Mem. 1, 5, 1; Sp., τὴν πατρίδα, es größer, mächtiger machen, Pol. 9, 10, 4, u. öfter; auch intrans., Fortschritte machen, βραχύ τι προεβίβασε, 10, 44, 1; οὐδὲν ἐδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων, 5, 100, 1; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβῐβάζω: μέλλ. -άσω, Ἀττ. προβῐβῶ· ― μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ προβῇ, ὁδηγῶ, φέρω πρὸς τὰ ἐμπρός, κάμνω τινὰ νὰ φθάσῃ που, τινα Σοφ. Ο. Κ. 180· ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; εἰς ποῖον μέρος, μέχρι τίνος ἐννοεῖς νὰ μᾶς φέρῃς; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1570· τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν Πλάτ. Πρωτ. 328Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· τὴν ἀρχὴν ἕως Μακεδονίας, ἐκτείνω μέχρι..., Διον. Ἁλ. 1. 3· ― ἄγω, παρακινῶ, λόγῳ τινὰ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, διάφορ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 67. 2 2) ἐκτείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, προεκβάλλω, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (διὰ τῆς οἰκοδομῆς τείχους), Διόδ. 4. 78· ὑψώνω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα Πολύβ. 9. 10, 4· τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς, προάγω, ἀναβιβάζω εἰς ἀνώτερον ἀξίωμα, προβιβάζω, Δίων Κ. 58. 23. 3) διδάσκω ἐκ τῶν προτέρων, τινά τι Ἑβδ. (Δευτερ. Ϛ΄, 7). ― Παθ., πιθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 8. ΙΙ. ἀμεταβ., = προβαίνω, Πολύβ. 5. 100, 1., 10. 44, 1. 2) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, ὀχεύω, βατεύω, ἐπιβαίνω πρότερον, ἄλλην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20.
French (Bailly abrégé)
f. προβιβῶ, ao. προέβιβασα;
faire avancer, acc..
Étymologie: πρό, βιβάζω.
English (Slater)
προβῐβάζω
1 lead out [Ἄβδ] ηρε, καὶ [στρατ] ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106)
English (Slater)
προβῐβάζω
1 lead out [Ἄβδ] ηρε, καὶ [στρατ] ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106)