στονόεις: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα, εν: [[full]] of, or causing sighs and groans, [[mournful]], [[grievous]], [[ἀοιδή]], βέλεα, Ω , Il. 8.159. | |auten=εσσα, εν: [[full]] of, or causing sighs and groans, [[mournful]], [[grievous]], [[ἀοιδή]], βέλεα, Ω , Il. 8.159. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 17 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (στόνος)
A causing groans or sighs, βέλεα Il.8.159; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος Pi.I.8(7).25; ὀϊστοί Od.21.60; κήδεα 9.12; εὐνή 17.102; ἄεθλοι Hes.Sc.127; πλαγά A.Pers.1053 (lyr.); σίδαρος S.Tr.886 (lyr.); ἄλγη Tim.Pers.199; τύμβος IG3.1354. 2 full of moaning, ἀοιδή Il.24.721; γῆρυς S.OT187 (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El.147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant.1145 (lyr.): neut. as Adv., στονόεν λέλακε χώρα A.Pr.407 (lyr.), cf. Opp.C.3.213.
German (Pape)
[Seite 948] εσσα, εν, seufzerreich, viel Seufzen und Stöhnen verursachend; βέλεα, Il. 8, 159. 15, 590 u. öfter; ὀϊστοί, Od. 21, 60, wie σίδηρος Soph. Trach. 882; ἀϋτή, Od. 11, 383; auch εὐνή, 17, 102, welches viele Seufzer vernimmt, wo viel geseufzt wird; ἀοιδή, traurig, klagend, Il. 24, 721; ὅμαδος, Pind. l. 7, 25; κήδεα, Archil. 48, wie Od. 9, 12; πλαγά, Aesch. Pers. 1010, klagend; auch πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, Prom. 405; γῆρυς, Soph. O. R. 187; ὄρνις, El. 144; vom Meere, brausend, Ant. 1131.
Greek (Liddell-Scott)
στονόεις: εσσα, εν, (στόνος) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· σίδαρος Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) καθόλου, τεθλιμμένος, μελαγχολικός, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἀϋτή, εὐνή Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· ὅμαδος Πινδ. Ι. 8 (7). 55· γῆρυς Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. ὄρνις, ἡ ἀηδών, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε χώρα Αἰσχύλ. Πρ. 406.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 gémissant;
2 qui fait gémir, funeste.
Étymologie: στόνος.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: full of, or causing sighs and groans, mournful, grievous, ἀοιδή, βέλεα, Ω , Il. 8.159.