αἶνος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[praise]], [[eulogy]].
|auten=[[praise]], [[eulogy]].
}}
{{Slater
|sltr=[[αἶνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] ἀλλ' αἶνον ἐπέβα [[κόρος]] (O. 2.95) Ἁγησία, τὶν δ' [[αἶνος]] [[ἑτοῖμος]] (O. 6.12) [[ἀφθόνητος]] δ' [[αἶνος]] Ὀλυμπιονίκαις [[οὗτος]] ἀγκεῖται (O. 11.7) [[Ὀρτυγία]] [[σέθεν]] ἁδυεπὴς [[ὕμνος]] ὁρμᾶται [[θέμεν]] αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[αἶνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] ἀλλ' αἶνον ἐπέβα [[κόρος]] (O. 2.95) Ἁγησία, τὶν δ' [[αἶνος]] [[ἑτοῖμος]] (O. 6.12) [[ἀφθόνητος]] δ' [[αἶνος]] Ὀλυμπιονίκαις [[οὗτος]] ἀγκεῖται (O. 11.7) [[Ὀρτυγία]] [[σέθεν]] ἁδυεπὴς [[ὕμνος]] ὁρμᾶται [[θέμεν]] αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6)
|sltr=[[αἶνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] ἀλλ' αἶνον ἐπέβα [[κόρος]] (O. 2.95) Ἁγησία, τὶν δ' [[αἶνος]] [[ἑτοῖμος]] (O. 6.12) [[ἀφθόνητος]] δ' [[αἶνος]] Ὀλυμπιονίκαις [[οὗτος]] ἀγκεῖται (O. 11.7) [[Ὀρτυγία]] [[σέθεν]] ἁδυεπὴς [[ὕμνος]] ὁρμᾶται [[θέμεν]] αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἶνος Medium diacritics: αἶνος Low diacritics: αίνος Capitals: ΑΙΝΟΣ
Transliteration A: aînos Transliteration B: ainos Transliteration C: ainos Beta Code: ai)=nos

English (LSJ)

ὁ, (αἰνέω) poet. and Ion. word,

   A tale, story, Il.23.652, Od.14.508, A.Supp.534 (lyr.); αἰνεῖν αἶνον to tell a tale, Id.Ag.1483 (lyr.), S.Ph.1380: esp. story with moral, fable, Hes. Op.202, Archil.86,89; ἄκουε δὴ τὸν αἶνον Call.Iamb.1.211: generally, saying, proverb, παλαιὸς αἶ. E.Fr.508, cf. Theoc.14.43; riddle, Carm.Pop.34.    II = Att. ἔπαινος, praise, Il.23.795, Od.21.110, Pi.N.1.6; ἐπιτύμβιος αἶ. A.Ag.1547, cf. 780, S.OC707 (all lyr.); ἄξιος αἴνου μεγάλου Hdt.7.107 (v.l. ἐπαίνου), cf. LXXPs.8.2, al., Ev.Luc.18.43.    III decree, resolution, τῶν Ἀχαιῶν IG4.926 (Epid.); κατ' αἶνον, opp. κατὰ ψήφισμα, SIG672.15 (Delph.), cf. EM36.16.

Greek (Liddell-Scott)

αἶνος: ὁ, παλαιὰ ποιητ. καὶ Ἰων. λέξις (πρβλ. αἰνέω) σημαίνουσα, Ι. = μῦθον, διήγημα, Ὀδ. Ξ. 508, Ἀρχίλ. 86. 89· αἰνεῖν αἶνον = διηγεῖσθαι ἱστορίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1482, Σοφ. 1380· ἐντεῦθεν: μῦθος, ψευδὴς λόγος, ὡς οἱ τοῦ Αἰσώπου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 200: ‒ καθόλου: ῥῆσις, παροιμία, Εὐρ. Ἀποσπ. 511., Θεόκρ. 14, 43. ΙΙ. = Ἀττ. ἔπαινος, ἐξύμνησις, Ἰλ. Ψ. 652, Ὀδ. Φ. 110, Πίνδ. κ. Τραγ.· ‒ ἐπιτυμβίδιος αἶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1547· ‒ πρβλ. 780, Σοφ. Ο. Κ. 707. Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 17· ἄξιος αἴνου μεγάλου, Ἡρόδ. 7. 107, (ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Λατ. ajo).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 récit, conte, histoire, sentence, proverbe;
2 louange.
Étymologie: v. αἴνη.

English (Autenrieth)

praise, eulogy.

English (Slater)

αἶνος
   1 praise ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος (O. 2.95) Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος (O. 6.12) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἀγκεῖται (O. 11.7) Ὀρτυγία σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6)

English (Slater)

αἶνος
   1 praise ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος (O. 2.95) Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος (O. 6.12) ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἀγκεῖται (O. 11.7) Ὀρτυγία σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (N. 1.6)