Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζωός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=acc. [[ζών]]: [[alive]], [[living]], Il. 5.887, Il. 16.445.
|auten=acc. [[ζών]]: [[alive]], [[living]], Il. 5.887, Il. 16.445.
}}
{{Slater
|sltr=[[ζωός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[alive]], [[living]] [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]] (I. 4.10) ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]] fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ [[ἔσαν]] ζωαί (sc. πέτραι: the [[Symplegades]]) (P. 4.209) n. pro subs., [[living]] [[creature]], ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ζωός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[alive]], [[living]] [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]] (I. 4.10) ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]] fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ [[ἔσαν]] ζωαί (sc. πέτραι: the [[Symplegades]]) (P. 4.209) n. pro subs., [[living]] [[creature]], ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)
|sltr=[[ζωός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[alive]], [[living]] [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]] (I. 4.10) ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]] fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ [[ἔσαν]] ζωαί (sc. πέτραι: the [[Symplegades]]) (P. 4.209) n. pro subs., [[living]] [[creature]], ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωός Medium diacritics: ζωός Low diacritics: ζωός Capitals: ΖΩΟΣ
Transliteration A: zōós Transliteration B: zōos Transliteration C: zoos Beta Code: zwo/s

English (LSJ)

(without ι, cf. Schwyzer 436.2 (Crimisa, v/iv B.C.), Cret. δωός Leg.Gort.3.41, Cypr. pr. n.

   A Ζωϝόθεμις Schwyzer684 (v B.C.)), ή, όν, (ζῶ) alive, living, Pi.P.4.209, Hdt.2.70, etc.; οὐ . . ζωοῦ οὐδὲ θανόντος Od.17.115; ζωὸν ἑλεῖν τινα to take prisoner, Il.6.38; ζωὸν λαβεῖν X. HG1.2.5; cf. ζωγρέω: metaph., ζωὸν δὲ φθιμένων . . κλέος A.Eleg.3. —Also ζώς Il.5.887, 16.445, Hdt.1.194, JRS15.145,148 (Cotiaeum) (ζῶς Ptol.Ascal., ζώς Hdn.Gr.2.53; on the other cases, ib.712); ζοός Archil.63, Epich.189, Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene), Theoc.2.5 (ζόος in Epich. l.c., Hdn.Gr.2.947).

German (Pape)

[Seite 1144] (ζάω), p. auch ζοός u. ζώς (die m. s.), lebendig, am Leben, Ggstz θανών, Od. 17, 115; καὶ ἀρτεμής Il. 5, 515; Pind. P. 4, 372; Her. 2, 70; ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβεν, ἑπτὰ δὲ ἀπέκτεινε Xen. Hell. 1, 2, 5; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζωός: -ή, -όν, (ζάω) ζῶν, «ζωντανός», Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ.· ζωοῦ, οὐδὲ θανόντος Ὀδ. Ρ. 115· ζωὸν αἱρεῖν τινα, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον, Ἰλ. Ζ. 38· ζωὸν λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 5· πρβλ. ζωγρέω· - μεταφ., ζωὸν δὲ φθιμένων... κλέος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449. - Σπανιώτεροι τύποι εἶναι ζώς Ἰλ. Ε. 887, Π. 445, Ἡρόδ. 1. 194 (κατὰ τὰς δοκιμωτάτας πηγὰς, οὐχὶ ζῶς, ὡς εἰ συνηρ. ἐκ τοῦ ζόος, ὡς τὸ σῶς ἐκ τοῦ σόος)· καὶ ζοός, Ἀρχίλ. 57, Θεόκρ. 29. 5· ἴδε Πόρσ. Ἐκ. 1090.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vivant.
Étymologie: ζάω.

English (Autenrieth)

acc. ζών: alive, living, Il. 5.887, Il. 16.445.

English (Slater)

ζωός
   1 alive, living ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.10) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πέτραι: the Symplegades) (P. 4.209) n. pro subs., living creature, ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)

English (Slater)

ζωός
   1 alive, living ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.10) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πέτραι: the Symplegades) (P. 4.209) n. pro subs., living creature, ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)