ἀπορρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(SL_1)
(big3_6)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀπορρήγνυμι]] v. [[ἀπορήγνυμι]].
|sltr=[[ἀπορρήγνυμι]] v. [[ἀπορήγνυμι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. ἀπορρήσας (<i>sic</i>) <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.1085.3 (V a.C.), pas. subj. ἀπορραγῇ Hdt.2.29; perf. ind. ἀπερρώγασι Archil.82, part. ἀπερρωγώς Luc.<i>Pseudol</i>.17, fem. ἀπερρωγεῖα <i>ID</i> 1432B b.2.19 (II a.C.), ἀπερρηγώς Herm.<i>Vis</i>.1.1.3]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[romper]] δεσμόν <i>Il</i> 6.507, Hdt.3.32, κορυφὴν ὄρεος <i>Od</i>.9.481, ἑπτὰ δὲ ἀπορρήσας (l. -ξας) λόγχας ἐνὶ σώματι ἐκείνων <i>IG</i> l.c., τὸν νωτιαῖον Hp.<i>Art</i>.46, τὴν σειρίδα X.<i>Cyn</i>.9.19, τὸ καλώδιον Luc.<i>DMeretr</i>.3.3, τὰς στήλας D.C.45.17.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[romperse]] (ἵπποι) μὴ ἀπορρηγνύωνται τοὺς ὤμους X.<i>Eq</i>.8.6<br /><b class="num">•</b>[[reventar]] ἀπορρῆξαι αὐτάς (αἶγας) <i>PMich.Zen</i>.87.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. τῆς εἰρήνης τὴν συμμαχίαν D. en Aeschin.3.72<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y ἀπό c. gen. [[romper separando]], [[separar]] ἀπὸ τοῦ Βαρβάρου τὸ ... Ἰωνικὸν φῦλον Hdt.8.19, τὰ μακρὰ τείχη ... ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Th.4.69<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y gen. separat. [[alejar]], [[apartar]] ἀπέρρηξεν ἑαυτὸν τῶν τοῦ πατρὸς ἐπιτηδευμάτων I.<i>AI</i> 10.37, τοὺς ἀδελφοὺς τῆς βασιλικῆς ἐλπίδος I.<i>BI</i> 1.450, ἑαυτὸν τοῦ Μαρκέλλου Plu.<i>Marc</i>.27.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de fuerzas vitales [[dejar salir]], [[dejar escapar]], [[soltar]] πνεῦμα A.<i>Pers</i>.507, E.<i>Or</i>.864, <i>Tr</i>.756, βίον E.<i>IT</i> 974, ψυχήν <i>AP</i> 7.313, τὸ ζῆν Pall.<i>V.Chrys</i>.17 p.104, γέλωτα Numen.26.46, ἀπορρῆξαι τὸν θυμόν descargar el ánimo</i> D.H.<i>Rh</i>.9.5<br /><b class="num">•</b>de palabras, noticias [[soltar]], [[espetar]] τὴν Μενάνδρειον ἐκείνην ... φωνήν Luc.<i>Am</i>.43, τοσοῦτον App.<i>BC</i> 2.81, αὐτό Ctes.24.<br /><b class="num">II</b> intr. en perf. act. y en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[romperse]], [[quebrarse]], [[desgarrarse]] ἀπερρώγασι μύκεω τένοντες Archil.l.c., τό (ὀστέον) Hp.<i>VC</i> 6, cf. <i>Art</i>.46, Gal. en Orib.46.21.22, αἱ κοτυληδόνες (τῆς μήτρας) ... ἀπορρήγνυνται Hp.<i>Aph</i>.5.45, ὁ ὀμφαλός Hp.<i>Superf</i>.8, (τὰ ᾠά) Arist.<i>HA</i> 550<sup>a</sup>4, la sirga de una embarcación, Hdt.2.29, ὁ τόπος ... ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων Herm.l.c., φιάλη <i>ID</i> l.c., como síntoma en la enfermedad φωνὴ ... ὑπὸ τῆς βοῆς ἀπερρωγυῖα Hp.<i>Epid</i>.7.11, φωναὶ ἀπερρήγνυντο ἐς τὸ βηχῶδες Hp.<i>Epid</i>.6.7.1, cf. <i>Acut.(Sp.)</i> 10, Arist.<i>Aud</i>.804<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>[[desprenderse]], [[soltarse]] ἀπὸ δὲ τοῦ Παρνησσοῦ ... δύο κορυφαί Hdt.8.37, (γῆ) διὰ [[βάρος]] ἀπορραγεῖσα τοῦ ὅλου Plu.2.425c, cf. <i>Lys</i>.12, (τὸ ἔμβρυον) en el aborto, Hp.<i>Nat.Mul</i>.17, tb. en aor. act. κάπρος ... ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν <i>AP</i> 9.240 (Phil.)<br /><b class="num">•</b>de ahí [[quedar separado]] τὸ μὲν εὐώνυμον κέρας ... ἀπορραγὲν ἔφευγε Th.5.10.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estallar]], [[surgir con violencia]] πόλεμος ἀπερρήγνυτο App.<i>Syr</i>.15, ὁ μὲν οὖν, ὡς ἂν ἀπορραγείη τὸ [[ἔθνος]], καβ' ἡμέραν ἐπέτεινεν αὐτοῖς τὰς συμφοράς y él, para que el pueblo estallara, aumentaba día a día sus desgracias</i> I.<i>BI</i> 2.283, tb. en aor. act. τι παλαιὸν ὑποικουροῦν ἐν τῇ ψυχῇ κακὸν ἀπέρρηξε Luc.<i>Abd</i>.6.<br /><b class="num">III</b> siempre en part. perf.<br /><b class="num">1</b> [[que rompe con todo]], [[absurdo]] πράγματα S.E.<i>M</i>.1.267, ἀπερρωγός ἐστιν ἢ τὸ ... ποιεῖν ... ἢ τὸ ... ἀξιοῦν ... S.E.<i>M</i>.9.262, cf. 8.165.<br /><b class="num">2</b> [[que ha roto con todo]], del carácter [[disoluto]] Luc.<i>Pseudol</i>.17, Muson.12.
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρήγνῡμι Medium diacritics: ἀπορρήγνυμι Low diacritics: απορρήγνυμι Capitals: ΑΠΟΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: aporrḗgnymi Transliteration B: aporrēgnymi Transliteration C: aporrignymi Beta Code: a)porrh/gnumi

English (LSJ)

or ἀπορρηγνύω,

   A break off, δεσμὸν ἀπορρήξας Il.6.507, cf. Hdt. 3.32; ἧκε δ' ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος Od.9.481; πνεῦμ' ἀπέρρηξεν βίου snap the thread of life, die, A.Pers.507; ἀ. πνεῦμα, βίον, E.Or.864, IT974, cf. Tr.756; ἀ. ψυχήν AP7.313; τὰ μακρὰ τείχη ἀ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Th.4.69; ἀ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, a phrase of D. censured by Aeschin.3.72; ἀ. πάνυ τείνουσαι τὸ καλῴδιον Luc. DMeretr.3.3.    2 causal, ἀ. τὸν θυμόν let one's rage burst forth, D.H.Rh.9.5, cf. Luc.Am.43; burst out with a remark, App.BC2.81: —Pass., πόλεμος . . ἀπερρήγνυτο ἐς ἔργον Id.Syr.15.    3 ἀ. ἑαυτόν τινος tear oneself away, break away from, Plu.Marc.27; τῶν τοῦ πατρὸς ἐπιτηδευμάτων J.AJ10.3.1; deprive, τοὺς ἀδελφοὺς τῆς βασιλικῆς ἐλπίδος Id.BJ1.23.2.    II Pass., freq. in aor. ἀπερράγην [ᾰ] Hdt.8.19,etc.:pf. ἀπέρρηγμαι Ph.2.510; but 3sg. ἀπορέρηκται Gal. ap. Orib. 46.21.22:—to be broken off or severed from, ἀπό τινος Hdt.l.c., ib.37: abs., to be broken off, severed, Id.2.29, Th.5.10, etc.; break away from one's allegiance, rebel, J.BJ2.14.3.    2 Act., pf. ἀπέρρωγα in Pass. sense, Archil.47, etc.; φωνὴ ἀπερρωγυῖα a broken voice, Hp. Acut.(Sp.)10, Arist.Aud.804b20; ἀπερρωγώς broken in character, dissolute, Luc.Pseudol.17; οἵ γε μὴ τελέως -ότες Muson.Fr.12p.64H.; absurd, S.E.M.8.165.    III intr. in aor. 1 Act., ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν AP9.240 (Phil.); κακὸν ἀπέρρηξε Luc.Abd.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρήγνυμι: ἡ -ύω: μέλλ. -ρήξω: ἀποκόπτω, κόπτω, διαρρηγνύω, «σπάνω», δεσμὸν ἀπορρήξας Ἰλ. Ζ. 507· ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι Ἡρόδ. 3. 32· ἀποσπῶ, ἧκε δ’ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο Ὀδ. Ι. 481· πνεῦμ’ ἀπορρῆξαι βίου, ἀποκόψαι τὸ νῆμα τοῦ βίου, ἀποβιῶσαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 507· οὕτως, ἀπ. πνεῦμα, βίον Εὐρ. Ὀρ. 864, Ι. Τ. 974, πρβλ. Τρῳ. 751· ἀπ. ψυχὴν Ἀνθ. Π. 7. 313· τὰ μακρὰ τείχη ἀπ. ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Θουκ. 4. 69· ἀπ. τῆς εἰρήνης τὴν ξυμμαχίαν, φράσις τοῦ Δημ. ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Αἰσχίνου 64. 3· ὅρα μη... ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλῴδιον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 3. 3) κάμνω τι ἢ ἀφίνω αὐτὸ νὰ ξεσπάσῃ, ἀπ. τὸν θυμὸν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 9. 5, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 43, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: -οὕτως ἐν τῷ παθ., πόλεμος... ἀπερρήγνυτο Ἀππ. Συρ. 15. ΙΙ. Παθ., κυρίως κατ’ ἀόρ., ἀπερράγην [ᾰ] Ἡρόδ., κτλ.: -ἀποσπῶμαι ἢ ἀποχωρίζομαι, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 19, 37: ἀπολ., διασπῶμαι, διαχωρίζομαι, ὁ αὐτ. 2. 29, Θουκ. 5. 10, κτλ., πρβλ. τὴν λ. ἀκτίς. 2) ὁ ἐνεργ. πρκμ. ἀπέρρωγα κεῖται ὡσαύτως ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀρχίλ. 126, κτλ.· φωνὴ ἀπερρωγυῖα, φωνὴ διακεκομμένη, Ἱππ. 398, 3, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 71· ἀπερρωγώς, παραλελυμένος, ἀκόλαστος, ἄσωτος, Λουκ. Ψευδολ. 17· ἀλλόκοτος, γελοῖος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 165. 3) παρὰ Φίλωνι ἀπαντᾷ καὶ παθ. πρκμ. ἀπέρρηγμαι 2. 510· καί, 4) ὁ ἀόρ. α΄ κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 9, 240 ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν, καὶ ἐν Λουκ. Ἀποκηρ. 6 κακὸν ἀπέρρηξε.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπορρήξω, ao. ἀπέρρηξα, pf.2 au sens neutre ἀπέρρωγα;
Pass. f. ἀπορραγήσομαι, ao.2 ἀπερράγην;
arracher, briser : τι ἀπό τινος séparer violemment une chose d’une autre ; βίον EUR arracher la vie ; Pass. se briser, se séparer violemment de, ἀπό τινος.
Étymologie: ἀπό, ῥήγνυμι.

English (Slater)

ἀπορρήγνυμι v. ἀπορήγνυμι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. ἀπορρήσας (sic) IG 12.1085.3 (V a.C.), pas. subj. ἀπορραγῇ Hdt.2.29; perf. ind. ἀπερρώγασι Archil.82, part. ἀπερρωγώς Luc.Pseudol.17, fem. ἀπερρωγεῖα ID 1432B b.2.19 (II a.C.), ἀπερρηγώς Herm.Vis.1.1.3]
I tr.
1 c. ac. de cosa romper δεσμόν Il 6.507, Hdt.3.32, κορυφὴν ὄρεος Od.9.481, ἑπτὰ δὲ ἀπορρήσας (l. -ξας) λόγχας ἐνὶ σώματι ἐκείνων IG l.c., τὸν νωτιαῖον Hp.Art.46, τὴν σειρίδα X.Cyn.9.19, τὸ καλώδιον Luc.DMeretr.3.3, τὰς στήλας D.C.45.17.3
en v. med. romperse (ἵπποι) μὴ ἀπορρηγνύωνται τοὺς ὤμους X.Eq.8.6
reventar ἀπορρῆξαι αὐτάς (αἶγας) PMich.Zen.87.3 (III a.C.)
fig. τῆς εἰρήνης τὴν συμμαχίαν D. en Aeschin.3.72
c. ac. de cosa y ἀπό c. gen. romper separando, separar ἀπὸ τοῦ Βαρβάρου τὸ ... Ἰωνικὸν φῦλον Hdt.8.19, τὰ μακρὰ τείχη ... ἀπὸ τῆς τῶν Μεγαρέων πόλεως Th.4.69
c. ac. de pers. y gen. separat. alejar, apartar ἀπέρρηξεν ἑαυτὸν τῶν τοῦ πατρὸς ἐπιτηδευμάτων I.AI 10.37, τοὺς ἀδελφοὺς τῆς βασιλικῆς ἐλπίδος I.BI 1.450, ἑαυτὸν τοῦ Μαρκέλλου Plu.Marc.27.
2 c. ac. de fuerzas vitales dejar salir, dejar escapar, soltar πνεῦμα A.Pers.507, E.Or.864, Tr.756, βίον E.IT 974, ψυχήν AP 7.313, τὸ ζῆν Pall.V.Chrys.17 p.104, γέλωτα Numen.26.46, ἀπορρῆξαι τὸν θυμόν descargar el ánimo D.H.Rh.9.5
de palabras, noticias soltar, espetar τὴν Μενάνδρειον ἐκείνην ... φωνήν Luc.Am.43, τοσοῦτον App.BC 2.81, αὐτό Ctes.24.
II intr. en perf. act. y en v. med.-pas.
1 romperse, quebrarse, desgarrarse ἀπερρώγασι μύκεω τένοντες Archil.l.c., τό (ὀστέον) Hp.VC 6, cf. Art.46, Gal. en Orib.46.21.22, αἱ κοτυληδόνες (τῆς μήτρας) ... ἀπορρήγνυνται Hp.Aph.5.45, ὁ ὀμφαλός Hp.Superf.8, (τὰ ᾠά) Arist.HA 550a4, la sirga de una embarcación, Hdt.2.29, ὁ τόπος ... ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων Herm.l.c., φιάλη ID l.c., como síntoma en la enfermedad φωνὴ ... ὑπὸ τῆς βοῆς ἀπερρωγυῖα Hp.Epid.7.11, φωναὶ ἀπερρήγνυντο ἐς τὸ βηχῶδες Hp.Epid.6.7.1, cf. Acut.(Sp.) 10, Arist.Aud.804b20
desprenderse, soltarse ἀπὸ δὲ τοῦ Παρνησσοῦ ... δύο κορυφαί Hdt.8.37, (γῆ) διὰ βάρος ἀπορραγεῖσα τοῦ ὅλου Plu.2.425c, cf. Lys.12, (τὸ ἔμβρυον) en el aborto, Hp.Nat.Mul.17, tb. en aor. act. κάπρος ... ἀπορρήξας ἀπὸ δεσμῶν AP 9.240 (Phil.)
de ahí quedar separado τὸ μὲν εὐώνυμον κέρας ... ἀπορραγὲν ἔφευγε Th.5.10.
2 fig. estallar, surgir con violencia πόλεμος ἀπερρήγνυτο App.Syr.15, ὁ μὲν οὖν, ὡς ἂν ἀπορραγείη τὸ ἔθνος, καβ' ἡμέραν ἐπέτεινεν αὐτοῖς τὰς συμφοράς y él, para que el pueblo estallara, aumentaba día a día sus desgracias I.BI 2.283, tb. en aor. act. τι παλαιὸν ὑποικουροῦν ἐν τῇ ψυχῇ κακὸν ἀπέρρηξε Luc.Abd.6.
III siempre en part. perf.
1 que rompe con todo, absurdo πράγματα S.E.M.1.267, ἀπερρωγός ἐστιν ἢ τὸ ... ποιεῖν ... ἢ τὸ ... ἀξιοῦν ... S.E.M.9.262, cf. 8.165.
2 que ha roto con todo, del carácter disoluto Luc.Pseudol.17, Muson.12.