ἀμείνων: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(Autenrieth) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ον, irreg. comp. of [[ἀγαθός]]: [[better]]. For [[implied]] meanings, see [[ἀγαθός]]. | |auten=ον, irreg. comp. of [[ἀγαθός]]: [[better]]. For [[implied]] meanings, see [[ἀγαθός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον, gen. -ονος<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. ἀμεινότερος, -α, -ον Mimn.13.9, poeta en Phld.<i>Rh</i>.2.61; declinado como tema en sigma (ac. ἀμείνω, nom. plu. ἀμείνους, etc.) o en nasal (ἀμείνονες, ἀμείνονα, etc.)]<br />compar. supletivo de [[ἀγαθός]]<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[más vigoroso o valiente]] ὅτ' ἀμείνονι φωτὶ μάχοιτο <i>Il</i>.11.543 (ap. crít.), εἰ [[ἄρα]] τι καὶ σὺ ἀμείνους ποιήσαις τοὺς στρατιώτας; X.<i>Cyr</i>.3.3.49, νῦν δὲ πειρᾶσθαι χρὴ ἔτι ἀμείνους γίγνεσθαι X.<i>HG</i> 5.1.16<br /><b class="num">•</b>reforzado c. μέγα, πολλόν, etc. δίωκε δέ μιν μέγ' [[ἀμείνων]] le perseguía uno mucho más valiente</i>, <i>Il</i>.22.158<br /><b class="num">•</b>c. segundo término de compar., en gen. Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, ἠτίμησεν <i>Il</i>.2.239, ὅ περ σέο πολλὸν [[ἀμείνων]] <i>Il</i>.7.114, οὐ πατρὸς [[ἀμείνων]] <i>Il</i>.1.404, ἀ. σεῖο <i>Il</i>.5.411, οὐ [[γάρ]] τις κείνου δηίων ἔτ' ἀμεινότερος φώς Mimn.13.9, Ῥωμαίους Λακεδαιμονίων ἀμείνους ἄν τις ... κρίνειεν Plb.9.9.6, τίς γὰρ ἂν ἐκείνων ἀμείνους ἄνδρας κρίνειεν ...; D.S.11.11.<br /><b class="num">2</b> [[más eficiente]], [[más ducho]], [[más experto]] c. una determinación ἀγορῇ <i>Il</i>.4.400, ἀ. παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι <i>Il</i>.15.641, τοῦ δ' οὔ τι νεώτερος [[ἄλλος]] [[ἀμείνων]] σπέρματα δάσσασθαι Hes.<i>Op</i>.445, πολλῷ γ' [[ἀμείνων]] τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν eres mucho más hábil en inspirar sabiduría a los otros que a tí mismo</i> A.<i>Pr</i>.335.<br /><b class="num">3</b> [[de linaje mejor]], [[más noble]] ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν [[ἀμείνων]] Hes.<i>Op</i>.285, ἐξ ἀμείνονος πατρός E.<i>El</i>.338, op. πλῆθος Pl.<i>Lg</i>.627a, [[ἐκεῖνος]] δὲ ἔλεγε μὲν τῶν ἀμεινόνων προίστασθαι aquél dijo representar a los nobles</i> D.C.42.29.2.<br /><b class="num">4</b> [[moralmente mejor]] ἐν πενίῃ δ' ὅς τε δειλὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὸν [[ἀμείνων]] φαίνεται (cf. I 3) Thgn.393, ἄνδρες ἀ. Hdt.6.137, οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι Pl.<i>Ap</i>.30d, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν op. πονηρὸς ... ἀνὴρ ... οὐδὲν ὢν τὸ πρίν E.<i>Supp</i>.423 (cf. I 3), τὰς ἀμεινόνων φρένας op. implícitamente a τὰς τῶν κακῶν E.<i>Fr</i>.644.<br /><b class="num">5</b> en sent. banal [[mejor]] de una de las dos Erides ἀνδράσι πολλὸν ἀμείνω Hes.<i>Op</i>.19<br /><b class="num">•</b>c. gen. segundo término de la compar.: (dijeron que Cambises era) [[ἀμείνων]] τοῦ πατρός Hdt.3.34, εἰσὶν ἀμείνους δύο ἑνός dos son mejor que uno</i> Sm.<i>Ec</i>.4.9<br /><b class="num">•</b>abs. ἐὰν σι ἐπιτ[ε̄́δειοι Ἀθɛ̄] ναίοις ὅσπερ τε νῦν καὶ ἔτι ἀμείνος <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.57.12 (V a.C.), θεῶν ἀμεινόνων τυχεῖν E.<i>Heracl</i>.351.<br /><b class="num">II</b> de cosas y abstr.<br /><b class="num">1</b> c. gen. segundo término de compar. [[mejor]], [[más conveniente]], [[preferible]] ὀμίχλην ... κλέπτῃ δέ τε νυκτὸς ἀμείνω <i>Il</i>.3.11, μῦθον ἀμείνονα τοῦδε <i>Il</i>.7.358, τῆσδέ γ' ἀμείνονα μῆτιν <i>Il</i>.14.107, κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ' [[ἀμείνων]] <i>Od</i>.22.374, ἡ δὲ δυωδεκάτη (ἡμέρα) τῆς ἐνδεκάτης μέγ' [[ἀμείνων]] Hes.<i>Op</i>.776, ῥώμης γὰρ [[ἀμείνων]] ... σοφίη Xenoph.2.11, μηδ' αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον' ἡγήσῃ ποτέ no juzgues jamás que la arrogancia es mejor que la cordura</i> A.<i>Pr</i>.1035, προνοίας οὐδὲν ... κέρδος ... ἄμεινον S.<i>El</i>.1016, ἀμείνον' ἔπη τούτων Ar.<i>V</i>.1047<br /><b class="num">•</b>sin régimen de compar. φιλοφροσύνη γὰρ [[ἀμείνων]] <i>Il</i>.9.256, πλεόνων δέ τε ἔργον ἄμεινον mejor es el trabajo de muchos</i>, <i>Il</i>.12.412, τὴν ἀμείνω (γνώμην) ... ἐλέσθαι Hdt.7.10α, cf. E.<i>Ph</i>.1200, τύχη Pl.<i>Lg</i>.924a, [[ἐλπίς]] Paus.7.15.3, ζωή D.Chr.4.89, [[αἵρεσις]] <i>POxy</i>.716.21 (II a.C.), χῶρος <i>IUrb.Rom</i>.1146.1 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> neutr. c. or. nominal pura [[es mejor]] εἰ τό γ' ἄμεινον <i>Il</i>.1.116, ἄ. καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοί Pl.<i>Ap</i>.19a<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀλεξέμεναι γὰρ ἄμεινον <i>Il</i>.11.469, πείθεσθαι ἄμεινον <i>Il</i>.1.274, σιγᾶν ἄμεινον S.<i>El</i>.1238<br /><b class="num">•</b>c. part. τὸ κακὸν κατακείμενον [[ἔνδον]] ἄμεινον es mejor guardar dentro un mal pensamiento</i> Thgn.423<br /><b class="num">•</b>c. or. copulativa en las mismas constr. οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι πατρὸς καὶ μητρὸς ἄμεινον ἔπλετο Thgn.131, εἴ σφι ἄμεινον τιμωρέουσι γίνεται τῇ Ἑλλάδι si es mejor para ellos socorrer a Grecia</i> Hdt.7.169, cf. Th.1.118<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἦν ἄμεινον οἴεσθαι Plb.3.15.10, cf. <i>PSarap</i>.87.3 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ., τὰ ἀ. [[lo mejor]], [[lo más conveniente]] Decr. en And.<i>Myst</i>.77, Hdt.7.145, sin art. ἢ [[δεῖ]] σιωπᾶν ἢ λέγειν ἀμείνονα Men.<i>Mon</i>.306<br /><b class="num">•</b>pero τὸ ἄμεινον [[mejoría]] Hp.<i>Epid</i>.1.26.<br /><b class="num">3</b> neutr. como adv. [[mejor]] ἄ. ἐρεῖ Mimn.7.2, ἄ. πρήξειν tener más éxito</i> Hdt.4.156<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἄμεινον γὰρ ἐμοῦ οἶδας <i>PAlex.Giss</i>.38.17.<br /><b class="num">III</b> adv. ἀμεινόνως [[mejor]] Ar.<i>Fr</i>.340.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> No es segura la interpretación como ἀ- priv. y raíz *<i>mei</i>-/<i>mi</i>- ‘disminuir’ que se encuentra en gr. μινύθω, lat. <i>minor</i>, ai. <i>mināti</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, irreg. Comp. of ἀγαθός,
A better: I of persons, stouter, stronger, braver, freq. Hom., etc.: μέγ' ἀ. Il.22.158; πολλὸν ἀ. Hes.Op.19: c. acc. vel inf., ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Il.15.641, cf. Hes.Op.445, A.Pr.337, etc.; οἱ ἀμείνονες the better sort, Pl.Lg.627a. II of things, ὀμίχλην νυκτὸς ἀμείνω Il.3.11; esp. from Hom. downwds., ἄμεινόν [ἐστι] 'tis better, either c. inf., ἐπεὶ πείθεσθαι ἄ. Il.1.274, cf. S.El.1238, etc.; or ἄμεινόν ἐστι or γίγνεταί τινι c. part., εἴ σφι ἄμεινον γίγνεται τιμωρέουσι if it is good for them to assist, Hdt.7.169, cf. Th.1.118, 6.9: abs., εἰ τό γ' ἄ. Il.1.116; βουλοίμην . . εἴ τι ἄ. καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοί Pl.Ap.19a; freq. with neg., οὐ γὰρ ἄ. 'twere better not, Hes.Op.750, Hdt.1.187; εἰρήσεται γάρ, εἴτ' ἄ. εἴτε μή D.21.198. 2 neut. as Adv., ἄ. πρήσσειν to fare better, Hdt.4.156 sq., etc.; συνήνεικεν Ἀθηναίοις ἐπὶ τὸ ἄ. Decr. ap. And.1.77, cf. Orac. ap. D.43.86; τὰ ἀμείνω φρονέειν choose the better part, Hdt.7.145; τοῖσι τὰ ἀ. ἑάνδανε Id.9.19. III Adv. ἀμεινόνως Ar.Fr.340. IV new Comp. ἀμεινότερος, α, ον, formed from ἀμείνων, Mimn.14.9, Poet. ap. Phld. Rh.2.61S.<
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείνων: -ον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, = καλλίτερος (ἴδε ἐν τέλ.): Ι. ἐπὶ προσώπ., ἱκανώτερος, εὐρωστότερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, συχν. παρ’ Ὁμήρ. κτλ.: οἱ ἀμείνονες, οἱ καλλίτεροι, ἀξιώτεροι, Λατ. optimates, Πλάτ. Νόμ. 627Α: ἴδε ἐν λέξ. ἀγαθός. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καλλίτερος, ἁρμοδιώτερος, Ἰλ. Α. 116, 274, Γ. 11· μέγ’ ἀμ. Ἰλ. Χ. 158, κτλ.: πολλὸν ἀμ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 19: μετ’ αἰτ. ἢ ἀπαρεμφ. ἀμείνων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Ἰλ. Ο. 641, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 443. Αἰσχύλ. Πρ. 335, κτλ. 2) ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ἄμεινόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον ἢ ἁπλῶς, εἶναι καλόν: μετ’ ἀπαρεμφ. ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον Ἰλ. Α. 274. οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἢ, ἄμεινόν ἐστι ἢ γίγνεταί τινι μετὰ μετοχῆς εἴ σφι ἄμεινον γίνεται τιμωρέουσι, ἂν εἶναι καλὸν δι’ αὐτοὺς νὰ βοηθήσωσι, Ἡροδ. 7. 169, πρβλ. Θουκ. 1. 118., 6. 9: - οὕτω καὶ ἀπολ. εἰ τό γ’ ἄμεινον Ἰλ. Α.116, Ἡρόδ. 1. 187· βουλοίμην... εἴ τι ἄμεινον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ Πλάτ. Ἀπολ. 19Α· συχν. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ἄμεινον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν (Ὀδ. Η. 159)· οὐ μέντοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 750, Ἡρόδ. 1.187· εἰρήσεται γάρ, εἴτ’ ἄμεινον εἴτε μή, Δημ. 578. 12. 3) οὐδ. ὡς ἐπίρρ. ἄμ. πρήσσειν, «ζῶ ἢ περνῶ» καλλίτερα, Ἡρόδ. 4.156, κἑξ. κτλ.: οὕτως, ἔστι τινὶ ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Ψήφ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 35, πρβλ. μαντείαν παρὰ Δημ. 1072. 15: ὡσαύτως, τὰ ἀμείνω φρονεῖν, συγκαταλέγεσθαι μετὰ τῆς καλῆς μερίδος (τῶν Ἑλλήνων), Ἡρόδ. 7.145· τοῖσι τὰ ἀμ. ἐάνδανε ὁ αὐτ. 9.19. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀμεινόνως εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321. IV. ἕτερον συγκριτικὸν ἀμεινότερος, α, ον, ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἀμείνων ἀπαντᾷ παρὰ Μιμνέρμ. 13. 9, καὶ παρ’ Ἀνων. ἐν Φίλων: 2. 500. [Ἡ ἀρχικὴ ῥίζα ἴσως διετηρήθη ἑν τῷ παλαιῷ Λατ. manus = (bonus), ὁπόθεν τὸ mane (= ἐγκαίρως), Mānes (ἀγαθὰ πνεύματα, αἱ σκιαὶ τῶν τεθνεώτων), im-mānis].
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἀγαθός;
meilleur, plus fort, plus brave, plus vertueux, plus précieux ; ἄμεινόν ἐστι ou simpl. ἄμεινον avec l’inf. il vaut mieux ; abs. εἰ τό γ’ ἄμεινον si toutefois cela vaut mieux.
Étymologie: cf. lat. melior.
English (Autenrieth)
ον, irreg. comp. of ἀγαθός: better. For implied meanings, see ἀγαθός.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
• Morfología: [compar. ἀμεινότερος, -α, -ον Mimn.13.9, poeta en Phld.Rh.2.61; declinado como tema en sigma (ac. ἀμείνω, nom. plu. ἀμείνους, etc.) o en nasal (ἀμείνονες, ἀμείνονα, etc.)]
compar. supletivo de ἀγαθός
I de pers.
1 más vigoroso o valiente ὅτ' ἀμείνονι φωτὶ μάχοιτο Il.11.543 (ap. crít.), εἰ ἄρα τι καὶ σὺ ἀμείνους ποιήσαις τοὺς στρατιώτας; X.Cyr.3.3.49, νῦν δὲ πειρᾶσθαι χρὴ ἔτι ἀμείνους γίγνεσθαι X.HG 5.1.16
•reforzado c. μέγα, πολλόν, etc. δίωκε δέ μιν μέγ' ἀμείνων le perseguía uno mucho más valiente, Il.22.158
•c. segundo término de compar., en gen. Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, ἠτίμησεν Il.2.239, ὅ περ σέο πολλὸν ἀμείνων Il.7.114, οὐ πατρὸς ἀμείνων Il.1.404, ἀ. σεῖο Il.5.411, οὐ γάρ τις κείνου δηίων ἔτ' ἀμεινότερος φώς Mimn.13.9, Ῥωμαίους Λακεδαιμονίων ἀμείνους ἄν τις ... κρίνειεν Plb.9.9.6, τίς γὰρ ἂν ἐκείνων ἀμείνους ἄνδρας κρίνειεν ...; D.S.11.11.
2 más eficiente, más ducho, más experto c. una determinación ἀγορῇ Il.4.400, ἀ. παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι Il.15.641, τοῦ δ' οὔ τι νεώτερος ἄλλος ἀμείνων σπέρματα δάσσασθαι Hes.Op.445, πολλῷ γ' ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν eres mucho más hábil en inspirar sabiduría a los otros que a tí mismo A.Pr.335.
3 de linaje mejor, más noble ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Hes.Op.285, ἐξ ἀμείνονος πατρός E.El.338, op. πλῆθος Pl.Lg.627a, ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε μὲν τῶν ἀμεινόνων προίστασθαι aquél dijo representar a los nobles D.C.42.29.2.
4 moralmente mejor ἐν πενίῃ δ' ὅς τε δειλὸς ἀνὴρ ὅ τε πολλὸν ἀμείνων φαίνεται (cf. I 3) Thgn.393, ἄνδρες ἀ. Hdt.6.137, οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι Pl.Ap.30d, νοσῶδες τοῦτο τοῖς ἀμείνοσιν op. πονηρὸς ... ἀνὴρ ... οὐδὲν ὢν τὸ πρίν E.Supp.423 (cf. I 3), τὰς ἀμεινόνων φρένας op. implícitamente a τὰς τῶν κακῶν E.Fr.644.
5 en sent. banal mejor de una de las dos Erides ἀνδράσι πολλὸν ἀμείνω Hes.Op.19
•c. gen. segundo término de la compar.: (dijeron que Cambises era) ἀμείνων τοῦ πατρός Hdt.3.34, εἰσὶν ἀμείνους δύο ἑνός dos son mejor que uno Sm.Ec.4.9
•abs. ἐὰν σι ἐπιτ[ε̄́δειοι Ἀθɛ̄] ναίοις ὅσπερ τε νῦν καὶ ἔτι ἀμείνος IG 12.57.12 (V a.C.), θεῶν ἀμεινόνων τυχεῖν E.Heracl.351.
II de cosas y abstr.
1 c. gen. segundo término de compar. mejor, más conveniente, preferible ὀμίχλην ... κλέπτῃ δέ τε νυκτὸς ἀμείνω Il.3.11, μῦθον ἀμείνονα τοῦδε Il.7.358, τῆσδέ γ' ἀμείνονα μῆτιν Il.14.107, κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ' ἀμείνων Od.22.374, ἡ δὲ δυωδεκάτη (ἡμέρα) τῆς ἐνδεκάτης μέγ' ἀμείνων Hes.Op.776, ῥώμης γὰρ ἀμείνων ... σοφίη Xenoph.2.11, μηδ' αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον' ἡγήσῃ ποτέ no juzgues jamás que la arrogancia es mejor que la cordura A.Pr.1035, προνοίας οὐδὲν ... κέρδος ... ἄμεινον S.El.1016, ἀμείνον' ἔπη τούτων Ar.V.1047
•sin régimen de compar. φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων Il.9.256, πλεόνων δέ τε ἔργον ἄμεινον mejor es el trabajo de muchos, Il.12.412, τὴν ἀμείνω (γνώμην) ... ἐλέσθαι Hdt.7.10α, cf. E.Ph.1200, τύχη Pl.Lg.924a, ἐλπίς Paus.7.15.3, ζωή D.Chr.4.89, αἵρεσις POxy.716.21 (II a.C.), χῶρος IUrb.Rom.1146.1 (III a.C.).
2 neutr. c. or. nominal pura es mejor εἰ τό γ' ἄμεινον Il.1.116, ἄ. καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοί Pl.Ap.19a
•c. inf. ἀλεξέμεναι γὰρ ἄμεινον Il.11.469, πείθεσθαι ἄμεινον Il.1.274, σιγᾶν ἄμεινον S.El.1238
•c. part. τὸ κακὸν κατακείμενον ἔνδον ἄμεινον es mejor guardar dentro un mal pensamiento Thgn.423
•c. or. copulativa en las mismas constr. οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι πατρὸς καὶ μητρὸς ἄμεινον ἔπλετο Thgn.131, εἴ σφι ἄμεινον τιμωρέουσι γίνεται τῇ Ἑλλάδι si es mejor para ellos socorrer a Grecia Hdt.7.169, cf. Th.1.118
•c. inf. ἦν ἄμεινον οἴεσθαι Plb.3.15.10, cf. PSarap.87.3 (II a.C.)
•subst. τὸ ἄ., τὰ ἀ. lo mejor, lo más conveniente Decr. en And.Myst.77, Hdt.7.145, sin art. ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν ἀμείνονα Men.Mon.306
•pero τὸ ἄμεινον mejoría Hp.Epid.1.26.
3 neutr. como adv. mejor ἄ. ἐρεῖ Mimn.7.2, ἄ. πρήξειν tener más éxito Hdt.4.156
•c. gen. ἄμεινον γὰρ ἐμοῦ οἶδας PAlex.Giss.38.17.
III adv. ἀμεινόνως mejor Ar.Fr.340.
• Etimología: No es segura la interpretación como ἀ- priv. y raíz *mei-/mi- ‘disminuir’ que se encuentra en gr. μινύθω, lat. minor, ai. mināti.