ἀρίζηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(SL_1)
(big3_6)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰρίζηλος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[conspicuous]] ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀστὴρ [[ἀρίζηλος]] (O. 2.55)
|sltr=<b>ᾰρίζηλος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[conspicuous]] ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀστὴρ [[ἀρίζηλος]] (O. 2.55)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ζαλος Call.<i>Epigr</i>.51.3<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -σζηλος <i>MAMA</i> 7.560.3 (Frigia Oriental, crist.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[brillante]], [[claramente visible]] del relámpago ἀρίζηλοι δὲ αἱ αὐγαί <i>Il</i>.13.244, [[ἀστήρ]] Pi.<i>O</i>.2.55, χρυσοῦ πα[ρ] αδείγματα S.<i>Fr</i>.314.77, Σείριος A.R.3.958.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[preclaro]], [[famoso]] θεώ <i>Il</i>.18.519, Ζεύς Colluth.353, βασιλεύς Colluth.267, Βερενίκα Call.l.c., Πτολεμαῖος Call.<i>Fr</i>.734, ἡβητήρ Colluth.246, πατήρ <i>IG</i> 9(1).270 (Locros III a.C.), [[Διομήδης]] <i>MAMA</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>subst. ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει (Zeus) καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.<i>Op</i>.6<br /><b class="num">•</b>[[ejemplar]] μόχθοι Colluth.61.<br /><b class="num">3</b> [[claro]] φωνή <i>Il</i>.18.219, ἐνιπαὶ θεῶν A.R.2.250, μῦθος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.7; cf. [[ἀρίδηλος]].<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[claramente]] ἀ. εἰρημένα <i>Od</i>.12.453, cf. Plu.2.764a.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De ἀρι- partíc. aumentativa y -δηλος, de *<i>deiH<sup>u̯</sup>1</i> ‘brillar’.
}}
}}

Revision as of 12:17, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίζηλος Medium diacritics: ἀρίζηλος Low diacritics: αρίζηλος Capitals: ΑΡΙΖΗΛΟΣ
Transliteration A: arízēlos Transliteration B: arizēlos Transliteration C: arizilos Beta Code: a)ri/zhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον (Dor.

   A -ζηλος IG9(1).270), also η, ον, v. infr.:—Ep. for ἀρίδηλος (-ζηλος from δyηλος, cf. δῆλος from δεyαλος and δέατο), conspicuous, of lightning, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί Il.13.244, cf. Pi.O.2.61, S.lchn.72; of sound, ὡς δ' ὅτ' ἀριζήλη φωνή Il.18.219; of persons whom all admire, ὥς τε θεώ περ ἀμφὶς ἀριζήλω ib.519, AP4.1.3 (Mel.), etc.; ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6. Adv. ἀριζήλως, εἰρημένα a plain tale, Od. 12.453.    II Dor. ἀρίζαλος (ζῆλος), = sq., Call.Epigr.52, Hsch.s.v.ἀρι-.

German (Pape)

[Seite 350] 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν θεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίζηλος: -ον, καὶ η, ον, ἴδε κατωτέρ.: - Ἐπ. ἀντὶ ἀρίδηλος (ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 2), φανερὸς ἐναργής, Λατ. insignis, ἐπὶ τοῦ φωτὸς ἀστέρος, ἀρίζηλοι δὲ οἱ αὐγαί, «μεγάλως ἔκδηλοι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 101 ἐπὶ τοῦ ἤχου φωνῆς, ὡς δ’ ὅτ’ ἀριζήλη φωνὴ Ἰλ. Σ. 219, πρβλ. 221· ἐπὶ ἀνθρώπων οὓς πάντες θαυμάζουσιν, ὥστε θεώ περ, ἀμφὶς ἀριζήλω Σ. 519· οὕτως Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6, ῥεῖα δ’ ἀρίζηλον μινύθει, καὶ ἄδηλον ἀέξει. - Ἐπίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τὰ ἀριδήλως, σαφῶς ἤδη ῥηθέντα, Ὀδ. Μ. 453: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Β. 318, ἴδε ἐν λέξει ἀΐζηλος. ΙΙ. (ζῆλος) = ἀριζήλωτος μόνον παρ’ Ἡσυχ. ἐν ἄρι,, «ἄρι· μεγάλως, ὅθεν καὶ ἀρίζηλοςμεγάλως ζηλωτός».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très clair, brillant.
Étymologie: ἀρι-, *ζῆλος=δῆλος.

English (Autenrieth)

(δῆλος): conspicuous, clear, Il. 18.519, , Il. 2.318.—Adv., ἀριζήλως, Od. 12.453†.

English (Slater)

ᾰρίζηλος
   1 conspicuous ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος (O. 2.55)

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): -ζαλος Call.Epigr.51.3

• Grafía: graf. -σζηλος MAMA 7.560.3 (Frigia Oriental, crist.)

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1brillante, claramente visible del relámpago ἀρίζηλοι δὲ αἱ αὐγαί Il.13.244, ἀστήρ Pi.O.2.55, χρυσοῦ πα[ρ] αδείγματα S.Fr.314.77, Σείριος A.R.3.958.
2 de pers. preclaro, famoso θεώ Il.18.519, Ζεύς Colluth.353, βασιλεύς Colluth.267, Βερενίκα Call.l.c., Πτολεμαῖος Call.Fr.734, ἡβητήρ Colluth.246, πατήρ IG 9(1).270 (Locros III a.C.), Διομήδης MAMA l.c.
subst. ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει (Zeus) καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6
ejemplar μόχθοι Colluth.61.
3 claro φωνή Il.18.219, ἐνιπαὶ θεῶν A.R.2.250, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.10.7; cf. ἀρίδηλος.
II adv. -ως claramente ἀ. εἰρημένα Od.12.453, cf. Plu.2.764a.

• Etimología: De ἀρι- partíc. aumentativa y -δηλος, de *deiH1 ‘brillar’.