ἀσαφής: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(Bailly1_1)
(big3_7)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; <i>fig.</i> difficile à comprendre, obscur;<br /><i>Cp.</i> ἀσαφέστερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σαφής]].
|btext=ής, ές :<br />peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; <i>fig.</i> difficile à comprendre, obscur;<br /><i>Cp.</i> ἀσαφέστερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σαφής]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀσᾰφής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[poco claro]] σκιαγραφία Pl.<i>Criti</i>.107d, νύξ X.<i>Mem</i>.4.3.4, πέλαγος <i>AP</i> 12.156<br /><b class="num">•</b>de signos, palabras o sonidos πάντ' ... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.<i>OT</i> 439, τοῦτ' ἀσαφὲς ἐν κοινῷ σκοπεῖν E.<i>Or</i>.27, [[γλῶσσα]] Hp.<i>Epid</i>.1.26.13, σημεῖα Th.3.22, τὰ λεγόμενα Pl.<i>Prt</i>.316a, ἴχνη X.<i>Cyn</i>.5.5, φωναί Arist.<i>Aud</i>.801<sup>b</sup>21, φθέγγματα <i>Col.Memn</i>.947 (Caec.Treb.), κρίσις Ptol.<i>Iudic</i>.7.1, χρησμός D.C.<i>Epit</i>.7.25.2, λόγος Aristid.Quint.66.5, del libro de Heráclito ἐπιτηδεύσας ἀσαφέστερον γράψαι tras haberlo escrito deliberadamente con poca claridad</i> D.L.9.6 (= Heraclit.A 1), de pers. o acciones Παρμενίδης Procl.<i>in Ti</i>.1.345.13 (= Parm.A 17), ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων Ar.<i>Ra</i>.1122, [[βούλησις]] Th.4.108, γελοῖος ... ἔοικα [[διδάσκαλος]] εἶναι καὶ ἀ. Pl.<i>R</i>.392d, ἀσαφεστέρα ἔσται ἡ ζήτησις οὗ ζητοῦμεν Pl.<i>R</i>.571a, ὄγκος Plu.2.161a, subst. τὸν ἀσαφέστερον ἐάσαντες Plu.2.743a<br /><b class="num">•</b>[[invisible]] ἄνδρες ... ἀσαφεῖς τὰ σκέλη Philostr.<i>Im</i>.1.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς, -έως [[con poca claridad]] ἀ. διαλέγεσθαι Hp.<i>Epid</i>.6.7.1, πολεμοῦνται ἀ. ποτέρων ἀρξάντων están envueltos en la guerra sin que haya claridad de quiénes la comenzaron</i> Th.4.20, ἀ. λέγειν Pl.<i>Cra</i>.427d, cf. Pl.<i>Ti</i>.54b, ἐνδείκνυσθαι Gal.8.3, de perras μεταθέουσι ... ἀσαφῶς persiguen con titubeo</i> X.<i>Cyn</i>.3.10.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσαφής Medium diacritics: ἀσαφής Low diacritics: ασαφής Capitals: ΑΣΑΦΗΣ
Transliteration A: asaphḗs Transliteration B: asaphēs Transliteration C: asafis Beta Code: a)safh/s

English (LSJ)

ές,

   A indistinct (to the senses), dim, faint, σημεῖα Th.3.22; σκιαγραφία Pl.Criti.107d; indistinct (to the mind), uncertain, obscure, πάντ' . . αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT439; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν by night one sees less distinctly, X.Mem.4.3.4; ἀ. πέλαγος AP 12.156; inarticulate, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.ιγ; of sounds, Arist. Aud.801b21; φθέγματα Epigr.Gr.1003.6.    2 of persons, obscure, διδάσκαλος Pl.R.392d.    II Adv. -φῶς obscurely, Id.Cra.427d; πολεμοῦνται ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων without knowing which began, Th.4.20.

German (Pape)

[Seite 368] ές, undeutlich, dunkel, ἀσαφῆ λέγειν Soph. O. R. 439; σημεῖα Thuc. 3, 22; διδάσκαλος Plat. Rep. III, 392 d; ἀσαφῆ ἐποίει τὰ λεγόμενα Prot. 316 a; Pol. 1. 41, 7; ἴχνη λεπτὰ καὶ ἀσ, Xen. Cyn. 5, 5; aber νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν Xen. Mem. 4, 3, 4 = bei Nacht sieht man minder deutlich. – Adv., Thuc. 4, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσαφής: -ές, ὁ μὴ σαφής, δυσδιάκριτος (εἰς τὰς αἰσθήσεις), σκοτεινός, ἀμυδρός, ἀσ. σημεῖα Θουκ. 3. 22· σκιαγραφία Πλάτ. Κριτίας 107C· ὁ μὴ σαφὴς (εἰς τὸν νοῦν), σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ἀβέβαιος, πάντ’... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις Σοφ. Ο. Τ. 439, πρβλ. Θουκ. 4. 86· νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν, ἐν καιρῷ νυκτὸς βλέπει τις ἧττον καθαρῶς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 156· ἀσ. γλῶσσα Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αον 990, Littré· ἐπὶ ἤχων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 24· φθέγματα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1003. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εἴπῃ ἢ νὰ ἐξηγήσῃ τι σαφῶς, διδάσκαλος Πλάτ. Πολ. 392D ΙΙ. Ἐπίρρ. -φῶς, σκοτεινῶς, ὁ αὐτ. Κρατ. 427D· ἀσαφῶς ποτέρων ἀρξάντων, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τις τίνες πρῶτοι ἤρχισαν, ἀντί, ἀδήλου ὄντος πότεροι ἄρξαιεν, Θουκ. 4. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
peu clair, obscur, indistinct (pour les sens) : νὺξ ἀσαφεστέρα ἐστίν XÉN la nuit rend les objets plus difficiles à discerner ; fig. difficile à comprendre, obscur;
Cp. ἀσαφέστερος.
Étymologie: ἀ, σαφής.

Spanish (DGE)

(ἀσᾰφής) -ές
1 poco claro σκιαγραφία Pl.Criti.107d, νύξ X.Mem.4.3.4, πέλαγος AP 12.156
de signos, palabras o sonidos πάντ' ... αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439, τοῦτ' ἀσαφὲς ἐν κοινῷ σκοπεῖν E.Or.27, γλῶσσα Hp.Epid.1.26.13, σημεῖα Th.3.22, τὰ λεγόμενα Pl.Prt.316a, ἴχνη X.Cyn.5.5, φωναί Arist.Aud.801b21, φθέγγματα Col.Memn.947 (Caec.Treb.), κρίσις Ptol.Iudic.7.1, χρησμός D.C.Epit.7.25.2, λόγος Aristid.Quint.66.5, del libro de Heráclito ἐπιτηδεύσας ἀσαφέστερον γράψαι tras haberlo escrito deliberadamente con poca claridad D.L.9.6 (= Heraclit.A 1), de pers. o acciones Παρμενίδης Procl.in Ti.1.345.13 (= Parm.A 17), ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων Ar.Ra.1122, βούλησις Th.4.108, γελοῖος ... ἔοικα διδάσκαλος εἶναι καὶ ἀ. Pl.R.392d, ἀσαφεστέρα ἔσται ἡ ζήτησις οὗ ζητοῦμεν Pl.R.571a, ὄγκος Plu.2.161a, subst. τὸν ἀσαφέστερον ἐάσαντες Plu.2.743a
invisible ἄνδρες ... ἀσαφεῖς τὰ σκέλη Philostr.Im.1.4.
2 adv. -ῶς, -έως con poca claridad ἀ. διαλέγεσθαι Hp.Epid.6.7.1, πολεμοῦνται ἀ. ποτέρων ἀρξάντων están envueltos en la guerra sin que haya claridad de quiénes la comenzaron Th.4.20, ἀ. λέγειν Pl.Cra.427d, cf. Pl.Ti.54b, ἐνδείκνυσθαι Gal.8.3, de perras μεταθέουσι ... ἀσαφῶς persiguen con titubeo X.Cyn.3.10.