σειρά: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(Bailly1_4) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> corde;<br /><b>2</b> chaîne;<br /><b>3</b> lasso que les Scythes et les Parthes lançaient au cou de leurs ennemis.<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier ; v. [[εἴρω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> corde;<br /><b>2</b> chaîne;<br /><b>3</b> lasso que les Scythes et les Parthes lançaient au cou de leurs ennemis.<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier ; v. [[εἴρω]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[cordón]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
Ion. σειρή, Dor. σηρά Choerob. in An.Ox.2.260, Et.Gud. 497.47: ἡ:—
A cord, rope, σειράς τ' εὐπλέκτους Il.23.115; σειρὴν δὲ πλεκτήν Od.22.175; σ. χρυσείη cord of gold, Il.8.19, cf. Pl.Tht. 153c: metaph., σειραῖς . . ἁμαρτιῶν σφίγγεται LXXPr.5.22; σειραὶ ζόφου v.l. in 2 Ep.Pet.2.4: v. also σαύρα IV. 2 trace (cf. σειραφόρος), Poll.1.141. 3 cord or line with a noose, lasso, used by the Sagartians and Sarmatians, Hdt.7.85, Paus.1.21.5: hence the Parthians are called σειραφόροι, Suid. 4 a bandage, Gal.18(1).777; σ. μονομερής, διμερής, κτλ. Sor.Fasc.23,24, al. 5 ἡ σ. τοῦ βίρρου,= cimussatio (prob. edge, border), Dosith.p.435K. II metaph. of an animal's tail, Nic.Th.119,385. III σειραὶ τῆς κεφαλῆς locks of hair, LXX Jd.16.13; σ. τριχῶν Poll.2.30. IV metaph., line, lineage, Tz.ad Lyc.481, Sch.Il.1.176. V series, Dam.Pr.45,95. VI pl., a disease of horses, Hippiatr.52. VII the front part of the perineum, Aët.6.34.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, ion. σειρή, Seil, Strick, Schnur, Band; σ. εὔπλεκτος und πλεκτή, Il. 23, 115 Od. 22, 175. 192; auch eine Kette, σ. χρυσείη, Il. 8, 19. 25, vgl. Plat. Theaet. 153 c; Luc. D. D. 21, 1 Hermot. 3 u. oft. – Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen, Her. 7, 85; Paus. 1, 21, 8. – Auch = σειρίασις, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
σειρά: Ἰων. σειρή, Δωρ. σηρὰ Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 260, Ε. Gud., ἡ· (εἴρω, ἀείρω)· - σχοινίον, δεσμός, σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· σειρὴν δὲ πλεκτὴν Ὀδ. Χ. 175, 192· σ. χρυσείη, σχοινίον ἢ ἅλυσις ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 19, 25, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἴδε ὡσαύτως σαύρα IV. 2) λωρίον ἢ σχοινίον δι’ οὗ ὁ ἵππος ἕλκει τὴ ἅμαξαν (πρβλ. σειραφόρος). Πολυδ. Α΄, 141. 3) σχοινίον ἀπολῆγον εἰς βρόχον ὡς τὸ lasso τῶν Gauchos ἐν τῇ Νοτίῳ Ἀμερικῇ, ᾧπερ ἐχρῶντο οἱ ἀρχαῖοι Σαγάρτιοι καὶ Σαρμάται ὅπως ἐμπλέξωσι καὶ ἀπαγάγωσι τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν, Ἡρόδ. 7. 85, Παυσ. 1. 21, 5· ἐντεῦθεν καὶ οἱ Πάρθιοι καλοῦνται σεριραφόροι, Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ζῴου, Νικ. Θηρ. 119, 385. ΙΙΙ. σ. τῆς κεφαλῆς, βόστρυχος τριχῶν, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ΄, 13)· σ. τριχῶν Πολυδ. Β΄, 30. IV. κομβοσχοίνιον, κομβολόγιον, Βυζ. V. μεταφορ. ὡσαύτως, γραμμή, καταγωγή, γενεαλογία, Βυζ. VI. νόσος τῶν ἵππων, κτλ., Ἱππιατρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραί· πλέγματα. ἡνίαι, ἢ πλεκτοὶ ἱμάντες».
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 corde;
2 chaîne;
3 lasso que les Scythes et les Parthes lançaient au cou de leurs ennemis.
Étymologie: R. Σερ, lier ; v. εἴρω.