παρατηρέω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> observer en se tenant auprès, épier, surveiller;<br /><b>2</b> surveiller, suivre à la piste ; παρατηρεῖν [[ὅπως]] [[μή]] DÉM prendre garde que… ne pas;<br /><b>3</b> observer, garder (la mesure).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τηρέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> observer en se tenant auprès, épier, surveiller;<br /><b>2</b> surveiller, suivre à la piste ; παρατηρεῖν [[ὅπως]] [[μή]] DÉM prendre garde que… ne pas;<br /><b>3</b> observer, garder (la mesure).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τηρέω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[παρά]] and [[τηρέω]]; to [[inspect]] alongside, i.e. [[note]] [[insidiously]] or [[scrupulously]]: [[observe]], [[watch]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
A watch closely, θεία φύσις -τηροῦσα τὰς τῶν ζῴν ἐξόδους Epicur.Ep. 2p.54U., cf. Ceb.9 ; of a general, π. τόπους Plb.1.29.4 ; σφᾶς αὐτοὺς π. Id.11.9.9 ; observe, -τετηρηκότες μόνον (opp. scientific explanation) Phld.Rh.1.248 S.: folld. by an interrog. clause, π. τινά, ὁπότερα . . X.Mem.3.14.4 ; π. τίς ἔπταρεν Philem. 100.1 : by a part.. π. [ὄρνιθα] ἀποδυόμενον Arist.HA620a8 ; with evil design, lie in wait for, watch one's opportunity, abs., Id.Rh.1384b7 ; in argument, Id.Top. 161a23 ; ἐνεδρεύειν καὶ π. Plb.18.3.2 ; π. καιροὺς εἰς κόλασιν Phld. Ir. p.43 W . :—Med., παρετηροῦντο αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι Ev.Luc.6.7 : abs., Vett. Val.205.13 :—Pass., ὑπό τινος Dicaearch. 1.16 ; to be kept under ob servation, Men.542.6. 2. take care, ὅπως μὴ . . D. 18.161 ; π. ἵνα . . D.H.Dem.53. 3. observe carefully, τὸ μέτριον Arist. Rh.1405b33 :—Med, observe religiously, ἡμέρας καὶ μῆνας Ep.Gal.4.10 ; τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν J.AJ14.10.25 : generally, ὅσα προστάττουσιν [οἱ νόμοι] ἀκριβῶς π. D.C.53.10.
German (Pape)
[Seite 503] daneben, dabei stehend auf Etwas Acht geben, auflauern; Arist. rhet. 2, 6 H. A. 9, 34; Xen. Mem. 3, 14, 4; καὶ ἐνεδρεύειν, Pol. 17, 3, 2; bes. Sp., wie N. T.; beobachten, bewachen, τοὺς τόπους, Pol. 1, 29, 4, öfter; ὅπως τοῦτο μ ὴ γένοιτο, παρατηρῶν διετέλουν, Dem. 18, 161; dah. sich hüten vor Etwas, z. B. τὴν εἰσβολὴν τῶν ὑπεναντίων, Pol. 3, 77, 2. Auch = beobachten, befolgen, D. C. 53, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρέω: βλέπω τι ἐκ τοῦ πλησίον καὶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ τι, μετ’ αἰτ., Κέβητος Πίναξ 9· παραφυλάττω, ἐπιτηρῶ, παρετήρουν ταῖς πεζικαῖς καὶ ναυτικαῖς δυνάμεσι τοὺς προκειμένους τῆς πόλεως τόπους Πολύβ. 1. 29, 4· σφᾶς αὐτοὺς π. ὁ αὐτ. 11. 9, 9· οὕτως ἐν τῷ μέσ., παρατηρούμενοι αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 1· - ἑπομένης ἀναφορικῆς ἢ ἐξηρτημένης προτάσεως, π. τινα, ὁπότερα .. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· π. τὶς ἔπταρεν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἑπομένης μετοχ., π. τινὰ ἀποδυόμενον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 6· - μὲ κακὸν σκοπόν, ἐνεδρεύω τινά, περιμένω εὐκαιρίαν, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 6, 20, Τοπ. 8. 11, 1, Πολύβ. 17. 3, 2· - Παθ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 15. 2) παρατηρῶ συνεχῶς, φροντίζω, προσέχω, ὅπως μὴ .. Δημ. 281. 16, πρβλ. παρατηρητέον· π. ἵνα .. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 23. 3) φυλάττω, εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ παρατηρεῖν ἐν ἀμφοῖν τὸ μέτριον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 15. - Μέσ., τηρῶ, φυλάττω μετὰ δεισιδαιμονίας, ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιρούς; Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 10 ὅσα προστάττουσιν [οἱ νόμοι] ἀκριβῶς π., τηρεῖν, φυλάττειν, Δίων Κ. 53. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 observer en se tenant auprès, épier, surveiller;
2 surveiller, suivre à la piste ; παρατηρεῖν ὅπως μή DÉM prendre garde que… ne pas;
3 observer, garder (la mesure).
Étymologie: παρά, τηρέω.
English (Strong)
from παρά and τηρέω; to inspect alongside, i.e. note insidiously or scrupulously: observe, watch.