περιτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire tourner tout autour, <i>d’où</i><br /><b>1</b> retourner : τινά, qqn ; ναῦν LUC faire chavirer un navire ; <i>fig.</i> renverser, précipiter : λόγον PLAT renverser, réduire à néant, déjouer un argument ; τὸ [[παράδειγμα]] περιτέτραπται LUC l’exemple n’est bon à rien, ne convient pas;<br /><b>2</b> retourner, mettre à l’envers;<br /><b>3</b> mettre, rejeter sur le compte de : τὴν αἰτίαν [[εἴς]] τινα LYS rejeter l’accusation sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέπω]].
|btext=faire tourner tout autour, <i>d’où</i><br /><b>1</b> retourner : τινά, qqn ; ναῦν LUC faire chavirer un navire ; <i>fig.</i> renverser, précipiter : λόγον PLAT renverser, réduire à néant, déjouer un argument ; τὸ [[παράδειγμα]] περιτέτραπται LUC l’exemple n’est bon à rien, ne convient pas;<br /><b>2</b> retourner, mettre à l’envers;<br /><b>3</b> mettre, rejeter sur le compte de : τὴν αἰτίαν [[εἴς]] τινα LYS rejeter l’accusation sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέπω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[περί]] and the [[base]] of [[τροπή]]; to [[turn]] [[around]], i.e. (mentally) to [[craze]]: + [[make]] [[mad]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτρέπω Medium diacritics: περιτρέπω Low diacritics: περιτρέπω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΕΠΩ
Transliteration A: peritrépō Transliteration B: peritrepō Transliteration C: peritrepo Beta Code: peritre/pw

English (LSJ)

   A turn and bring round, divert, τὴν ἀναθυμίασιν εἴσω -τρέπεσθαι is diverted inwards, Arist.Mete.367a32 ; μὴ βούλεσθε εἰς ὑμᾶς τὴν αἰτίαν -τρέψαι Lys.6.13; γυναῖκάς φασι τοῖς ἀνδράσι περιτρέπειν τὰ σφέτερ' αὐτῶν ἁμαρτήματα Aristid.2.420 J.; εἰς τοὐναντίον τὸν λόγον Eus.Mynd.2 ; ἐπὶ θάτερα Aristid.1.112 J.; τὸ σφάλμα εἰς ἄλλο μακρῷ αἰσιώτερον περιετράπη Luc.Laps.15 ; ὁ λόγος εἰς ὄνειδος -τέτραπται Plu.2.1036f ; π. τινὰ εἰς μανίαν, εἰς χαράν, Act.Ap.26.24, J.AJ9.4.4; εἰς ἄλγημα Sor.1.26 (Pass.) : c. inf., τοὐναντίον π. τιμηνύειν bring a thing round to signify the opposite, Pl.Cra.418b.    2 turn upside down, upset, χειμὼν π. τὴν ναῦν Luc.Cont.7; περιτραπεὶς Ὀδυσσεύς capsized, Plu.2.831d ; τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου τινὰ π. Id.Marc.7 : metaph., [ὕψος] περιέτρεψεν ἢ χρόνος τις ἢ φθόνος Trag.Adesp.547.4 ; π. θρόνους δικαστῶν LXX Wi.5.23 ; π. εἰς κακοτροφίαν pervert, Ath.Med. ap. Orib. inc.21.1 ; μή τις . . βασκανία π. τὸν λόγον Pl.Phd.95b ; refute, π. σεαυτόν Id.Ax.37oa, cf. Aps.p.278 H.:—Pass., τὸ παράδειγμα περιτέτραπται Luc.JTr.49; of a person, collapse in argument, Phld.Sign.29; refute oneself, D.L.3.35 ; περιτρέπεται ὁ λόγος Dam.Pr.7.    3 turn away from, δούλι' ἔργα καὶ δύην π. Semon.7.58 (nisi leg. περιτρέμει).    4 Pass., to be folded over, of skin, Gal.UP3.12.    5 περιτρέπεται· ἰλιγγιᾷ, Hsch.    II intr. in aor. 2, turn or go round, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι Od.10.469.

German (Pape)

[Seite 597] (s. τρέπω), umwenden, umkehren; εἰς ὑμᾶς τὴν αἰτίαν περιτρέψαι, Lys. 6, 13; Plat. Crat. 418 b; λόγον, zerstören, zunichte machen, Phaed. 95 b; νῦν δὲ περιτρέπεις σεαυτόν, nun aber schlägst du dich selbst, Ar. 370 a; περιτετράφθαι κινδυνεύει, Luc. Iov. Trag. 49; oft bei Plut., im eigentlichen Sinne und übertr.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρέπω: μέλλ. -τρέψω, στρέφω καὶ φέρω πέριξ, π. τι εἰς ἐμαυτόν, ἐπισύρω κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς, Λυσ. 104. 25· πρβλ. Ἀριστείδ. 2. 42· τι εἰς τοὐναντίον Εὐσέβ. παρὰ Στοβ. 58. 11· ἐπὶ θἄτερα Ἀριστείδ. 1. 112· σφάλμα εἰς ἄλλο μακρῷ αἰσιώτερον π. Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταίσμ. 15· τὸν λόγον εἰς ὄνειδος Πλούτ. 2. 1036F· π. τινὰ εἴς τι Πράξ. Ἀποστ. κς΄ 24· ― μετ’ ἀπαρ., π. τι μηνύειν τι, φέρω τι ὁλόγυρα ὥστε νὰ σημαίνῃ…, Πλάτ. Κρατ. 418Β. 2) τρέπωστρέφω ἄνω κάτω, ἀνατρέπω, χειμὼν π. τὴν ναῦν Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 7· δεῖνος (εἶδος ἐκπώματος) περὶ κάτω τετραμμένος = περιτετραμμένος κάτω, Στράττις ἐν «Μηδείᾳ» 2, πρβλ. Φωτ. Λεξ. σ. 418, 4 ἐν λέξει περικατατραπήσεται: περιτραπεὶς Ὀδυσσεύς, ἀνατραπεὶς (ἐν τῇ θαλάσσῃ), Πλούτ. 2. 831D· τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου π. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7· ― μεταφορ., φθόνος π. τινὸς ὕψος Τραγικὸς παρὰ Στοβ. 563. 21· μή τις... βασκανία π. τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 95Β, πρβλ. Ἀξίοχ. 370Α. ― Παθητ., τὸ ψῦχος π., ὅλως μετεβλήθη, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 21· τὸ παράδειγμα περιτέτραπται Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 49· ἐπὶ προσώπου, μεταβάλλω τὴν γνώμην μου, Διογ. Λ. 3. 35. 3) ἀποκλίνω, ἐκκλίνω, δούλι’ ἔργα καὶ δύην περιτρέπει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 58 (Schneidew. περιτρέμει). ΙΙ. ἀμετάβ., περιστρέφομαι, συμπληρῶ τὴν περίοδόν μου, περὶ δ’ ἔτραπον ὧραι Ὀδ. Κ. 469.

French (Bailly abrégé)

faire tourner tout autour, d’où
1 retourner : τινά, qqn ; ναῦν LUC faire chavirer un navire ; fig. renverser, précipiter : λόγον PLAT renverser, réduire à néant, déjouer un argument ; τὸ παράδειγμα περιτέτραπται LUC l’exemple n’est bon à rien, ne convient pas;
2 retourner, mettre à l’envers;
3 mettre, rejeter sur le compte de : τὴν αἰτίαν εἴς τινα LYS rejeter l’accusation sur qqn.
Étymologie: περί, τρέπω.

English (Strong)

from περί and the base of τροπή; to turn around, i.e. (mentally) to craze: + make mad.