περιμένω: Difference between revisions
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> <i>avec un suj. de pers.</i><br /><b>1</b> attendre, acc.;<br /><b>2</b> attendre patiemment, supporter, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec un suj. de chose</i>;<br /><b>1</b> attendre;<br /><b>2</b> s’attendre à, présumer, acc.;<br /><b>3</b> être réservé à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μένω]]. | |btext=<b>I.</b> <i>avec un suj. de pers.</i><br /><b>1</b> attendre, acc.;<br /><b>2</b> attendre patiemment, supporter, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec un suj. de chose</i>;<br /><b>1</b> attendre;<br /><b>2</b> s’attendre à, présumer, acc.;<br /><b>3</b> être réservé à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μένω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[περί]] and [[μένω]]; to [[stay]] [[around]], i.e. [[await]]: [[wait]] for. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 25 August 2017
English (LSJ)
A wait for, await, c. acc. pers., Hdt.4.89, Ar.Pl.643, etc.; π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσι X.An.2.4.1, etc.: c. acc. rei, π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ar.Fr.387.8 ; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντός τι as the time could not wait for... Plu.Caes.17. 2 require, expect, σχολάζουσαν φιληκοΐαν Id.2.172e. 3 endure, put up with, μακρὰ λέγοντας ἡμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν Pl.Lg.890e. 4 of events, await, be in store for, τίς με πότμος ἔτι π.; S.Ant.1296(lyr.); μὴ θύσαντας δεινὰ π. Pl.R.365a ; ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον π. ib.614a. II c. inf., οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι will not wait for others to destroy them, ib.375c ; ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι awaits its accomplishment, Id.Tht.173c; μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν [τὰ τοιαῦτα] ἐλθεῖν π. D.21.220; π. τὰ λοιπὰ μαθεῖν D.H.1.13. III abs., wait, stand still, Hdt.7.58, Ar.Ec.517, etc.; π. αὐτοῦ Id.Ach.815 ; ὀλίγον χρόνον Pl.Ap.38c ; π. ἕως <ἂν> τὸν ὄχλον διωσώμεθα X.Cyr.7.5.39 ; ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Pl.Phd.59d, cf. 116a ; μέχρι τούτου, ἕως ἂν . . D.9.10 ; ἄχρι ἂν . . X.An.2.3.2 ; μέχρις ἄν . . Epict.Ench.15.
German (Pape)
[Seite 582] (s. μένω), auf Einen, der kommen soll od. zurückbleibt, warten, erwarten; τίς με πότμ ος ἔτι περιμένει; Soph. Ant. 1282; ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί, Ar. Plut. 643; Amphis bei Ath. IV, 175 a; ἀλλήλους, Thuc. 5, 64; καιρούς, Isocr. 4, 118; οὕτω περιμένει τὴν εἰς Ἅιδου πορείαν, Plat. Phaed. 116 a, u. öfter; auch cum part., aushalten, ertragen, οὕτω μακρὰ λέγοντας ὴμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν, Legg. X, 890 e; Xen. Cyr. 7, 5, 39; Folgde; περιμένει ἕως τούτου, μέχρι ἄν, Pol. 5, 56, 2; περιμένων, ἔςτ' ἄν, Luc. Hermot. 40; auch σώματα οὐ περιμένοντα τὴν ἴασιν, abdic. 28.
Greek (Liddell-Scott)
περιμένω: ὡς καὶ νῦν, μετ’ αἰτ. προσώπ., Ἡρόδ. 4. 89, Ἀριστοφ. Πλ. 643, κτλ.· π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, κλ.· προστιθεμένης μετοχῆς, ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει Πλάτ. Πολ. 614Α· π. τινὰ λέγοντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 890Ε· -μετ’ αἰτ. πράγμ., π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8· π. τὴν ἐς Ἅιδου πορείαν Πλάτ. Φαίδων 116Α, κτλ· ὡσαύτως, ἀπαιτῶ, ζητῶ, Πλούτ. 2. 172D. 2) ἐπὶ συμβάντων, περιμένω, ἀναμένω, ἀπόκειμαι, τίς με πότμος ἔτι περιμένει; Σοφ. Ἀντ. 1296· μὴ θύσαντα δεινὰ π. Πλάτ. Πολ. 365Α· οὐ περιμένει τι ὁ καιρός, δὲν ἐπιδέχεται.., Πλουτ. Καῖσ. 17. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, δὲν περιμένουσιν ἄλλους νὰ καταστρέψωσιν αὐτούς, Πλάτ. Πολ. 375C· ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173C· μηδ’ ἐφ’ ἑαυτὸν [[[ταῦτα]]] ἐλθεῖν π. Δημ. 585. 2. ΙΙΙ. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, ἀπικομένω περιμένειν Ἡρόδ. 7. 58, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 517, κτλ.· π. αὐτοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 815· ὀλίγον χρόνον Πλάτ. Ἀπολ. 38C· π. ἕως τὸν ὄχλον διωσάμεθα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Πλάτ. Φαίδων 59D· μέχρι τούτου, ἕως ἄν.. Δημ. 113. 7· ἄχρι ἂν.., ἔστ’ ἂν.., Ξεν. Ἀν. 2. 3, 2, κτλ. - Ἴδε Χατζιδάκι βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 648.
French (Bailly abrégé)
I. avec un suj. de pers.
1 attendre, acc.;
2 attendre patiemment, supporter, acc.;
II. avec un suj. de chose;
1 attendre;
2 s’attendre à, présumer, acc.;
3 être réservé à, acc..
Étymologie: περί, μένω.