ὀλέθριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(Autenrieth)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ὀλέθριον [[ἦμαρ]]: [[day]] of [[destruction]], Il. 19.294 and 409.
|auten=ὀλέθριον [[ἦμαρ]]: [[day]] of [[destruction]], Il. 19.294 and 409.
}}
{{Thayer
|txtha=([[ὄλεθρος]]) ([[ὀλιγοπιστία]]) ὀλιγοπιστιας, ἡ, [[littleness]] of [[faith]], [[little]] [[faith]]: L T Tr WH, for R G [[ἀπιστία]]. (Several times in ecclesiastical and Byzantine writings.)
}}
}}

Revision as of 18:08, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλέθριος Medium diacritics: ὀλέθριος Low diacritics: ολέθριος Capitals: ΟΛΕΘΡΙΟΣ
Transliteration A: oléthrios Transliteration B: olethrios Transliteration C: olethrios Beta Code: o)le/qrios

English (LSJ)

ον, E.Hec.1084 (lyr.), Pl.Ep.334d ; but α, ον Hdt.6.112, LXX Wi.18.15, and freq. in Trag. (v. infr.) :—

   A destructive, deadly, ὀ. ἦμαρ the day of destruction, Il.19.294,409, cf. ἐλεύθερον ἦμαρ, etc. ; so μανίη πάγχυ ὀ. Hdt.l.c. ; ὀ. μόρος A.Th.704 ; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Id.Ch.697 ; κότος ὀ. ib.952 (lyr.) ; ὀλεθρία νύξ S.OC1683 (lyr.), etc. ; ψῆφος ὀλεθρία a vote of death, A.Th.198 : in S.Aj.799, ἔξοδον . . ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν seems to be = φέρειν εἰς ὄλεθρον : acc. sg. masc. predicatively used, ἀλλά μ' ἁ . . θεὸς ὀλέθριον αἰκίζει fatally, ib.402 (lyr.) :—rare in Prose, as Pl.R.389d, Gal.16.522 ; νόσοι Phld.Ir.p.57 W. (Sup.). Adv.-ίως Eust.132.16.    2 c.gen., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων bringing ruin on his friends, A.Ag. 1156 (lyr.).    3 c. dat., as Subst., ψύλλοις ὀλέθριον, name of a fluid, Philum.Ven.12.4.    II of persons, in danger of death, Hp.Acut.58 ; lost, undone, S.Tr.878. Adv. -ίως, ἔχειν Gal.16.522, al.    2 rascally, worthless (cf. ὄλεθρος 11 nisi hoc leg.), Luc.DMort. 2.1 codd., Hist.Conscr.38 codd. ὀλεθρ-ιώδης, ες, gloss on λευγαλέη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 319] ον, auch 3 Endgn, verderblich, tödtlich; ἦμαρ ὀλέθριον, der Tag des Verderbens, der Todestag, Il. 19, 294. 409; γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, Aesch. Ag. 1128; ὀλέθριον πνέουσ' ἐν ἐχθροῖς κότον, Ch. 940; fem., ψῆφος ὀλεθρία, Spt. 180; ἔξοδον ὀλεθρίαν Αἴαντος, Soph. Ai. 786; νύξ, O. C. 1680; ὀλέθριον κοίταν, Eur. Hec. 1084; in Prosa, μανίην ὀλεθρίην, Her. 6, 112, ἐπιτήδευμα ὀλέθριον, Plat. Rep. III, 389 d; öfter bei Sp., wie Plut., τινί, Symp. 5, 7, 1. Auch von Menschen, unglücklich, τάλαιν' ὀλεθρία, Soph. Trach. 875, vgl. Ai. 397; auch Luc. Alex. 11; nichtswürdig, D. Mort. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλέθριος: -ον, Εὐρ. Ἑκάβ. 1084, Μήδ. 993· ἀλλὰ α, ον, Ἡρόδ. 6. 112, καὶ συχν. παρὰ Τραγ.· καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ὀλ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τοῦ ὀλέθρου, τῆς καταστροφῆς, Ἰλ. Τ. 294, 409, πρβλ. ἐλεύθερον ἦμαρ, κτλ.· οὕτω, μανίη πάγχυ ὀλ. Ἡρόδ. 6. 112· ὀλ. μόρος Αἰσχύλ. Θήβ. 704· ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 697· ὀλ. κότος αὐτόθι 952· ὀλεθρία νὺξ Σοφ. Ο. Κ. 1683, κτλ.· ψῆφος ὀλεθρία, ψῆφος θανάτου, Αἰσχύλ. Θήβ. 198· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 799, ἔξοδον... ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν, φαίνεται ὅτι εἶναι = φέρειν εἰς ὄλεθρον, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― ἀντὶ ὀλέθριον (αὐτόθι 402) ὡς ἐπίρρ., ὀλεθρίως, ὁ Wunder χάριν τοῦ μέτρου ἀναγινώσκει οὔλιον: ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀλεθρίως, Εὐστ. 132. 16· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πολ. 389D. 2) μετὰ γεν., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, ἐπιφέροντες ὄλεθρον εἰς τοὺς φίλους αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1156. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ κινδυνεύων νὰ ἀποθάνῃ, εἰς κίνδυνον θανάτου εὑρισκόμενος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ., 393· ― ἀπολωλώς, κατεστραμμένος, ἀτυχής, Σοφ. Τρ. 878. 2) κακός, ἄθλιος, οὐτιδανός, (πρβλ. ὄλεθρος ΙΙ), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 1, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
1 qui cause la perte ou la mort, funeste, fatal;
2 malheureux, misérable.
Étymologie: ὄλεθρος.

English (Autenrieth)

ὀλέθριον ἦμαρ: day of destruction, Il. 19.294 and 409.

English (Thayer)

(ὄλεθρος) (ὀλιγοπιστία) ὀλιγοπιστιας, ἡ, littleness of faith, little faith: L T Tr WH, for R G ἀπιστία. (Several times in ecclesiastical and Byzantine writings.)