συγκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[σύν]] and [[κομίζω]]; to [[convey]] [[together]], i.e. [[collect]] or [[bear]] [[away]] in [[company]] [[with]] others: [[carry]].
|strgr=from [[σύν]] and [[κομίζω]]; to [[convey]] [[together]], i.e. [[collect]] or [[bear]] [[away]] in [[company]] [[with]] others: [[carry]].
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist 3rd [[person]] plural συνεκόμισαν;<br /><b class="num">1.</b> to [[carry]] or [[bring]] [[together]], to [[collect]] ([[see]] [[σύν]], II:2); to [[house]] crops, [[gather]] [[into]] granaries: [[Herodotus]], [[Xenophon]], Diodorus, [[Plutarch]], others; to [[carry]] [[with]] others, [[help]] in [[carrying]] [[out]], the [[dead]] to be burned or buried ([[Sophocles]] Aj. 1048; [[Plutarch]], Sull. 38); to [[bury]]: Acts 8:2.
}}
}}

Revision as of 18:10, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκομίζω Medium diacritics: συγκομίζω Low diacritics: συγκομίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: synkomízō Transliteration B: synkomizō Transliteration C: sygkomizo Beta Code: sugkomi/zw

English (LSJ)

   A carry or bring together, collect, Hdt.1.21, 2.121.δ', 9.80, Th.7.85:—Med., Hdt.2.94; bring together to oneself, collect round one, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτόν X.Cyr. 8.2.24; συγκεκόμισθε κάλλιστον κτῆμα εἰς τὰς ψυχάς you have stored up in your souls, ib.1.5.12; ὀλίγα τῇ μνήμῃ Luc.Nigr.10; σ. πρὸς ἐμαυτόν concentrate in myself, X.Cyr.4.3.17:—Pass., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι heaped together, Hdt.8.25: metaph., ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται are gained both at once, S.OC585.    2 of the harvest, gather in, X.Mem.2.8.3, D.S.5.68, etc.: freq. in Med., X. An.6.6.37, etc.:—Pass., of the harvest, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι it is ripe for carrying, Hdt.4.199, cf. PCair.Zen.225.9 (iii B.C.), PRev.Laws 43.5 (iii B.C.); ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται is got in . ., D.S.1.36.    II help in burying or cremating, τόνδε τὸν νεκρὸν . . μὴ συγκομίζειν S.Aj.1048; ἔφθη τὸ σῶμα συγκομισθέν the body was already cremated, Plu.Sull.38, cf. Ages.19.

German (Pape)

[Seite 969] 1) mit. od. zugleich zusammentragen, zusammenbringen, einerndten. – Pass., τουτέων συγκεκομισμένων καρπῶν, Her. 4, 199; vgl. Xen. Mem. 2. 8, 3. ὀπώρας συγκομιζομένης, Plut. Thes. 23. – Med. für sich eintragen, sammeln, Her. 2, 94, Xen. An. 6, 4, 37; erlangen, sich aneignen, εἰς τὴν ψυχὴν συγκομίζεσθαι, Cyr. 1, 5, 13, vgl. 4, 3, 18; συγκεκομισμένος, τῇ μνήμῃ ὀλίγα, Luc. Nigr. 10. – Auch ἰατρούς, zu sich kommen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 24. – 2) zusammen bestatten, σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μὴ συγκομίζειν, Soph. Ai. 1027, τὸ σῶμα συγκομισθέν, Plut. Sull. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συγκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κομίζω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συνάγω, συλλέγω, συναθροίζω, Ἡρόδ. 1. 21., 2. 121, 4., 9. 80. ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., φέρω ὁμοῦ πρὸς ἐμαυτόν, συλλέγω, συνάγω περὶ ἐμαυτόν, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· συγκεκόμισθε κάλλιστον κτῆμα εἰς τὰς ψυχάς, ἔχετε ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὰς ψυχάς σας, αὐτόθι 1. 5, 12· ὀλίγα τῇ μνήμῃ Λουκ. Νιγρῖν. 10· σ. πρὸς ἐμαυτόν, οἰκειοῦμαι ὡς ἰδικόν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 17. Παθ., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι, σεσωρευμένοι ὁμοῦ, Ἡρόδ. 8. 25· μεταφ., ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται, διότι ἐνταῦθα (δηλ. ἐν τῷ θάπτεσθαι) συγκεφαλαιοῦνται ἐκεῖνα (δηλ. τὰ ἐν μέσῳ), Σοφ. Ο. Κ. 585. 2) ἐπὶ τοῦ ἐκ τοῦ θερισμοῦ καρποῦ, συνάγω τὸν καρπόν, βάλλω αὐτὸν εἰς τὴν ἀποθήκην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3. κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνάβ. 4. 6, 37, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 94. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καρποῦ πρὶν θερισθῇ, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, εἶναι ὥριμος πρὸς συγκομιδήν, ὁ αὐτ. 4. 199· ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται Διόδ. 1. 36· πρβλ. συγκομιδή. ΙΙ. κομίζω, σηκώνω πρὸς ταφήν, τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μή συγκομίζειν ἀλλ’ ἐᾶν ὅπως ἔχει Σοφ. Αἴ. 1048· ἔφθη τὸ σῶμα συγκομισθέν, ἡ ταφὴ τοῦ σώματος συνετελέσθη, Πλουτ. Σύλλ. 38.

French (Bailly abrégé)

f. συγκομίσω, att. συγκομιῶ, ao. συνεκόμισα;
Pass. pf. συγκεκόμισμαι;
1 porter ou amener ensemble ; particul. ramasser, recueillir, récolter;
2 amasser, gagner;
3 porter en terre, inhumer;
Moy. συγκομίζομαι;
1 mener avec soi;
2 récolter, recueillir pour soi ; fig. recueillir : εἰς τὴν ψυχήν XÉN dans son âme ; τῇ μνήμῃ LUC dans son souvenir.
Étymologie: σύν, κομίζω.

English (Strong)

from σύν and κομίζω; to convey together, i.e. collect or bear away in company with others: carry.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person plural συνεκόμισαν;
1. to carry or bring together, to collect (see σύν, II:2); to house crops, gather into granaries: Herodotus, Xenophon, Diodorus, Plutarch, others; to carry with others, help in carrying out, the dead to be burned or buried (Sophocles Aj. 1048; Plutarch, Sull. 38); to bury: Acts 8:2.