φωτεινός: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[φῶς]]; [[lustrous]], i.e. [[transparent]] or [[well]]-illuminated ([[figuratively]]): [[bright]], [[full]] of [[light]]. | |strgr=from [[φῶς]]; [[lustrous]], i.e. [[transparent]] or [[well]]-illuminated ([[figuratively]]): [[bright]], [[full]] of [[light]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=(WH φωτινος, [[see]] Iota), φωτεινή, φωτεινόν ([[φῶς]]), [[light]], i. e. [[composed]] of [[light]], of a [[bright]] [[character]]: [[νεφέλη]], οἱ ὀφθαλμοί κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, [[full]] of [[light]], [[well]] lighted, opposed to [[σκοτεινός]], τά σκοτεινά καί τά φωτεινα σώματα, [[Xenophon]], mem. 3,10, 1). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 28 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (φῶς)
A shining, bright, ἥλιος X.Mem.4.3.4; σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] ib.3.10.1, cf. LXXSi.17.31 (Comp.), Plu.2. 1110b, Hierocl. in CA26p.478M.; ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.2; οἴκημα Sor.2.10, al. II metaph., clear, distinct, λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, Hierocl. in CA3p.424M.; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν Ev.Luc. 11.34, cf. 36.
German (Pape)
[Seite 1323] licht, leuchtend, hell, ἥλιος, Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von σκοτεινός, deutlich, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φωτεινός: -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, πλήρης φωτός, ἥλιος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] αὐτόθι 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., διαυγής, καθαρός, πλήρης φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκοτεινός· λόγος Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lumineux;
Cp. φωτεινότερος, Sp. φωτεινότατος.
Étymologie: φῶς.
English (Strong)
from φῶς; lustrous, i.e. transparent or well-illuminated (figuratively): bright, full of light.
English (Thayer)
(WH φωτινος, see Iota), φωτεινή, φωτεινόν (φῶς), light, i. e. composed of light, of a bright character: νεφέλη, οἱ ὀφθαλμοί κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, full of light, well lighted, opposed to σκοτεινός, τά σκοτεινά καί τά φωτεινα σώματα, Xenophon, mem. 3,10, 1).