χώννυμι: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf. Act. et f. Pass. 3ᵉ sg.</i> χωσθήσεται;<br />amonceler de la terre <i>ou</i> du sable : [[χῶμα]] <i>ou</i> χώματα ATT faire un terrassement, une jetée ; τάφον SOPH, τύμβον EUR élever une tombe au moyen de terre amoncelée.<br />'''Étymologie:''' [[χόω]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf. Act. et f. Pass. 3ᵉ sg.</i> χωσθήσεται;<br />amonceler de la terre <i>ou</i> du sable : [[χῶμα]] <i>ou</i> χώματα ATT faire un terrassement, une jetée ; τάφον SOPH, τύμβον EUR élever une tombe au moyen de terre amoncelée.<br />'''Étymologie:''' [[χόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και χωννύω Α<br />μτγν. τ. του χῶ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[χώννυμι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χώσ</i>-<i>νυμι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[ζώννυμι]]) [[είναι]] μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για [[αντικατάσταση]] του άχρηστου ενεστ. <i>χόω</i>, -<i>ῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> τους τ. <i>ἔχουν</i>, <i>προσ</i>-<i>χοῖ</i>, <i>χοῦσι</i>, <i>χοῦν</i>), ο [[οποίος]] θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό παράγωγο του [[χόος]]/[[χοῦς]] (<b>βλ. λ.</b> <i>χέω</i>). Αρχικός τ. του συστήματος του [[χώννυμι]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο αόρ. <i>χῶσ</i>-<i>αι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χοῶσαι</i>, με [[συναίρεση]]). Ο αόρ. <i>χῶσαι</i>, [[ωστόσο]], θα μπορούσε να προέλθει από <i>χοῆσαι</i> από αμάρτυρο ενεστ. τ. <i>χοέω</i>, επιτατικό τ. του ρ. <i>χέω</i> με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σεύομαι</i>: <i>σοFέομαι</i>, <b>βλ. λ.</b> [[σεύω]]). Για τη [[συναίρεση]], [[τέλος]], του <i>χοῆσαι</i> > <i>χῶσαι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[νοέω]]: <i>νοῆσαι</i> > <i>νῶσαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
later form of χόω, Arr.An.2.18.3, etc.; also χωννύω Plb.1.47.3: impf.
A ἐχώννυον D.S.14.49, etc.; 3pl. ἐχώννυσαν D.C.66.4:—Pass., inf. χώννυσθαι Plb.4.40.4, etc.; subj. χωννύηται PSI5.486.5 (iii B. C.); ἐχωννύμεθα we were covered with a heap of earth, i. e. had a sepulchral mound raised over us (cf. χόω fin.), AP7.136 (Antip.), 137.
German (Pape)
[Seite 1386] u. χωννύω, fut. χώσω, perf. pass. κέχωσμαι, bei Her. u. Thuc. auch χόω (verwandt mit χέω), schütten, aufschütten; bes. von ausgegrabener u. aufgeschütteter Erde, mit Schutt u. Erde ausfüllen, dämmen, Dämme od. Wälle aufwerfen, χώματα χοῦν, χῶσαι, Her. 1, 162. 4, 71. 9, 85; πρὸς πόλιν Thuc. 2, 75; λιμένας, verschütten, Dem. 25, 84; Aesch. 3, 109; τάφρου μέρος γῇ καὶ ὕλῃ Plut. Crass. 10; durch aufgeworfene Wälle befestigen, verschanzen; pass. durch Schutt ausgefüllt werden, χωσθῆναι Her. 2, 11. 137, u. Sp. – Bes. einen Grabhügel aufschütten, τάφον χώσουσα πορεύσομαι, Soph. Ant. 81. 1189; τύμβον χῶσον Eur. I. T. 702; ὅπως χώσω τάφῳ Or. 1585; ἐπεί μοι τύμβος οὐ χωσθήσεται I. A. 1443; Plat. Legg. XII, 947 e; pass. ἐχωννύμεθα, uns wurde ein Grabhügel aufgeschüttet, Antp. Sid. 66, Ep. ad. 619 (VII, 136. 137). – Χῶσαί τινα λίθοις, Einen mit Steinen überschütten, steinigen, Ar. Ach. 279.
Greek (Liddell-Scott)
χώννῡμι: μεταγεν. τύπος τοῦ χόω, Ἀρρ. Ἀνάβ. Ἀλεξ. 2. 18, 3, κλπ.· ὡσαύτως χωννύω Πολύβ. 1. 47, 3· παρατ.· ἐχώνυον Διόδ. 14. 49, κλπ.· γ΄ πληθ. ἐχώννυσαν Δίων Κάσσ. 66. 4. ― Παθ., ἀπαρ. χώννυσθαι Πολύβ. 4, 40, 4, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 701 κἐξ. 886.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. Act. et f. Pass. 3ᵉ sg. χωσθήσεται;
amonceler de la terre ou du sable : χῶμα ou χώματα ATT faire un terrassement, une jetée ; τάφον SOPH, τύμβον EUR élever une tombe au moyen de terre amoncelée.
Étymologie: χόω.
Greek Monolingual
και χωννύω Α
μτγν. τ. του χῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< χώσ-νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση του άχρηστου ενεστ. χόω, -ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ-χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό παράγωγο του χόος/χοῦς (βλ. λ. χέω). Αρχικός τ. του συστήματος του χώννυμι πρέπει να θεωρηθεί ο αόρ. χῶσ-αι (< χοῶσαι, με συναίρεση). Ο αόρ. χῶσαι, ωστόσο, θα μπορούσε να προέλθει από χοῆσαι από αμάρτυρο ενεστ. τ. χοέω, επιτατικό τ. του ρ. χέω με φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. σεύομαι: σοFέομαι, βλ. λ. σεύω). Για τη συναίρεση, τέλος, του χοῆσαι > χῶσαι, πρβλ. νοέω: νοῆσαι > νῶσαι].