άλλως: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο, διαφορετικά, [[αλλιώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε αντίθετη [[περίπτωση]], [[ειδεμή]]<br /><b>2.</b> (σε [[σύνθεση]] με το τε) [[άλλωστε]]<br />[[εκτός]] τούτου, εξάλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «[[ἄλλως]] πως» ή «πως [[ἄλλως]]», με κάποιο [[άλλο]] τρόπο, [[κάπως]] [[αλλιώς]]<br />«[[ἄλλως]] [[οὐδαμῶς]]», με κανένα [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> «καὶ [[ἄλλως]]» ή «[[ἄλλως]] δέ» <br />α) και [[εκτός]] τούτου, [[επίσης]], επί [[πλέον]] β) σε [[κάθε]] [[περίπτωση]], [[οπωσδήποτε]]<br /><b>3.</b> <b>περίφρ.</b> «[[ἄλλως]] τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., [[κυρίως]], κατεξοχήν, [[προπάντων]], και [[μάλιστα]]<br /><b>4.</b> με καλύτερο τρόπο, καλύτερα<br /><b>5.</b> δωρεάν<br /><b>6.</b> (με ουσιαστικά) [[τίποτε]] [[άλλο]] από, [[απλώς]]<br /><b>7.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι θα έπρεπε να [[είναι]], τυχαία, άσκοπα<br /><b>8.</b> [[μάταια]], του [[κάκου]]<br /><b>9.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι [[είναι]] [[ορθό]], άτοπα, [[κακώς]]<br /><b>10.</b> (ελλειπτική [[περίφραση]]) «τὴν [[ἄλλως]]» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)<br />α) [[μάταια]]<br />β) γενικά, αδιάφορα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλληνάλλως]]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α [[ἄλλως]])<br />με [[άλλο]] τρόπο, διαφορετικά, [[αλλιώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε αντίθετη [[περίπτωση]], [[ειδεμή]]<br /><b>2.</b> (σε [[σύνθεση]] με το τε) [[άλλωστε]]<br />[[εκτός]] τούτου, εξάλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «[[ἄλλως]] πως» ή «πως [[ἄλλως]]», με κάποιο [[άλλο]] τρόπο, [[κάπως]] [[αλλιώς]]<br />«[[ἄλλως]] [[οὐδαμῶς]]», με κανένα [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> «καὶ [[ἄλλως]]» ή «[[ἄλλως]] δέ» <br />α) και [[εκτός]] τούτου, [[επίσης]], επί [[πλέον]] β) σε [[κάθε]] [[περίπτωση]], [[οπωσδήποτε]]<br /><b>3.</b> <b>περίφρ.</b> «[[ἄλλως]] τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., [[κυρίως]], κατεξοχήν, [[προπάντων]], και [[μάλιστα]]<br /><b>4.</b> με καλύτερο τρόπο, καλύτερα<br /><b>5.</b> δωρεάν<br /><b>6.</b> (με ουσιαστικά) [[τίποτε]] [[άλλο]] από, [[απλώς]]<br /><b>7.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι θα έπρεπε να [[είναι]], τυχαία, άσκοπα<br /><b>8.</b> [[μάταια]], του [[κάκου]]<br /><b>9.</b> [[αλλιώς]] από ό,τι [[είναι]] [[ορθό]], άτοπα, [[κακώς]]<br /><b>10.</b> (ελλειπτική [[περίφραση]]) «τὴν [[ἄλλως]]» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)<br />α) [[μάταια]]<br />β) γενικά, αδιάφορα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀλληνάλλως]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

επίρρ.ἄλλως)
με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς
νεοελλ.
1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή
2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε
εκτός τούτου, εξάλλου
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως αλλιώς
«ἄλλως οὐδαμῶς», με κανένα άλλο τρόπο
2. «καὶ ἄλλως» ή «ἄλλως δέ»
α) και εκτός τούτου, επίσης, επί πλέον β) σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε
3. περίφρ. «ἄλλως τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., κυρίως, κατεξοχήν, προπάντων, και μάλιστα
4. με καλύτερο τρόπο, καλύτερα
5. δωρεάν
6. (με ουσιαστικά) τίποτε άλλο από, απλώς
7. αλλιώς από ό,τι θα έπρεπε να είναι, τυχαία, άσκοπα
8. μάταια, του κάκου
9. αλλιώς από ό,τι είναι ορθό, άτοπα, κακώς
10. (ελλειπτική περίφραση) «τὴν ἄλλως» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)
α) μάταια
β) γενικά, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀλληνάλλως].