αλλήλως: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Μ ἀλλήλως)<br /><b>1.</b> αμοιβαία, [[μεταξύ]] τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική [[σχέση]] του ενός προσώπου με το [[άλλο]] ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται [[ανταλλαγή]] αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από [[πρόσωπο]] σε [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> μόνοι τους, [[συναμεταξύ]] τους («τρώγονται [[αλλήλως]] τους»)<br /><b>3.</b> όλοι [[μαζί]] («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε [[αλλήλως]]»<br /><i>Χρονικόν του Μορέως</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αντων. [[ἀλλήλων]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[ετυμολογία]] ο τ. [[αλλήλως]] ([[πράγματι]] <i>αλλήλος</i>) προήλθε από φωνητική [[εξέλιξη]] του <i>οι</i> της δοτ. <i>ἀλλήλοις</i> σε <i>u</i> = ο και με [[επίδραση]] τών πολλών επιρρημάτων σε -<i>ως</i> θεωρήθηκε κι αυτός ως [[επίρρημα]]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Μ ἀλλήλως)<br /><b>1.</b> αμοιβαία, [[μεταξύ]] τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική [[σχέση]] του ενός προσώπου με το [[άλλο]] ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται [[ανταλλαγή]] αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από [[πρόσωπο]] σε [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> μόνοι τους, [[συναμεταξύ]] τους («τρώγονται [[αλλήλως]] τους»)<br /><b>3.</b> όλοι [[μαζί]] («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε [[αλλήλως]]»<br /><i>Χρονικόν του Μορέως</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αντων. [[ἀλλήλων]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[ετυμολογία]] ο τ. [[αλλήλως]] ([[πράγματι]] <i>αλλήλος</i>) προήλθε από φωνητική [[εξέλιξη]] του <i>οι</i> της δοτ. <i>ἀλλήλοις</i> σε <i>u</i> = ο και με [[επίδραση]] τών πολλών επιρρημάτων σε -<i>ως</i> θεωρήθηκε κι αυτός ως [[επίρρημα]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:13, 29 December 2020

Greek Monolingual

επίρρ. (Μ ἀλλήλως)
1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση του ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο
2. μόνοι τους, συναμεταξύ τους («τρώγονται αλλήλως τους»)
3. όλοι μαζί («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε αλλήλως»
Χρονικόν του Μορέως).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αντων. ἀλλήλων. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία ο τ. αλλήλως (πράγματι αλλήλος) προήλθε από φωνητική εξέλιξη του οι της δοτ. ἀλλήλοις σε u = ο και με επίδραση τών πολλών επιρρημάτων σε -ως θεωρήθηκε κι αυτός ως επίρρημα].