ψιλώνω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(47c)
 
m (Text replacement - " »" to "»")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> [[μαδώ]] τις [[τρίχες]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] άτριχο, [[αποψιλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[βάζω]] [[ψιλή]] στο αρχικό [[φωνήεν]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[απογυμνώνω]], [[αποστερώ]] («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]] («τὸ [[χωρίον]] ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)<br /><b>3.</b> (με γεν. και αιτ.) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ [[κέρας]] ἐψιλωμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) <i>ψιλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[φαλακρός]]<br />β) (για [[πτηνό]]) [[μένω]] [[χωρίς]] φτερά<br />γ) (για [[ρίζα]]) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από [[χώμα]] («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> [[μαδώ]] τις [[τρίχες]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] άτριχο, [[αποψιλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[βάζω]] [[ψιλή]] στο αρχικό [[φωνήεν]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[απογυμνώνω]], [[αποστερώ]] («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]] («τὸ [[χωρίον]] ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)<br /><b>3.</b> (με γεν. και αιτ.) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ [[κέρας]] ἐψιλωμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) <i>ψιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[φαλακρός]]<br />β) (για [[πτηνό]]) [[μένω]] [[χωρίς]] φτερά<br />γ) (για [[ρίζα]]) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από [[χώμα]] («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 17:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ ψιλός
1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω
2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης
αρχ.
1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν», Ιπποκρ.)
2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)
3. (με γεν. και αιτ.) αφαιρώ κάτι από κάποιον
4. (με αιτ.) αφήνω κάποιον ή κάτι απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ κέρας ἐψιλωμένον», Πλούτ.)
5. παθ. α) ψιλοῦμαι, -όομαι
γίνομαι φαλακρός
β) (για πτηνό) μένω χωρίς φτερά
γ) (για ρίζα) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από χώμα («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», Ξεν.).