τηλέπυλος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilepylos
|Transliteration C=tilepylos
|Beta Code=thle/pulos
|Beta Code=thle/pulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with gates far apart</b>, τ. Λαιστρυγονίην <span class="bibl">Od.10.82</span>, <span class="bibl">23.318</span>; but it is now written <b class="b3">Τηλέπυλον</b> as a pr. n., Laestrygonian <span class="title">Telepylus.</span></span>
|Definition=τηλέπυλον, [[with gates far apart]], τ. Λαιστρυγονίην Od.10.82, 23.318; but it is now written [[Τηλέπυλον]] as a pr. n., Laestrygonian ''Telepylus.''
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl.: μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux portes éloignées les unes des autres, <i>càd</i> à la vaste enceinte.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[πύλη]].
}}
{{ls
|lstext='''τηλέπῠλος''': -ον, ὁ ἔχων πύλας [[λίαν]] [[ἀλλήλων]] διισταμένας, κειμένας [[πόρρω]] [[ἀλλήλων]], τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον [[ὄνομα]] πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύλες σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] τη μια από την [[άλλη]] («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), [[πρβλ]]. [[ὑψίπυλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τηλέπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει πύλες που βρίσκονται [[μακριά]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τηλέ-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with gates far [[apart]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέπῠλος Medium diacritics: τηλέπυλος Low diacritics: τηλέπυλος Capitals: ΤΗΛΕΠΥΛΟΣ
Transliteration A: tēlépylos Transliteration B: tēlepylos Transliteration C: tilepylos Beta Code: thle/pulos

English (LSJ)

τηλέπυλον, with gates far apart, τ. Λαιστρυγονίην Od.10.82, 23.318; but it is now written Τηλέπυλον as a pr. n., Laestrygonian Telepylus.

German (Pape)

[Seite 1106] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl.: μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes éloignées les unes des autres, càd à la vaste enceinte.
Étymologie: τῆλε, πύλη.

Greek (Liddell-Scott)

τηλέπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας λίαν ἀλλήλων διισταμένας, κειμένας πόρρω ἀλλήλων, τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον ὄνομα πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πύλες σε μεγάλη απόσταση τη μια από την άλλη («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. ὑψίπυλος].

Greek Monotonic

τηλέπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες που βρίσκονται μακριά μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τηλέ-πῠλος, ον, πύλη
with gates far apart, Od.