ἐπίσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(13)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episkinos
|Transliteration C=episkinos
|Beta Code=e)pi/skhnos
|Beta Code=e)pi/skhnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">at</b> or <b class="b2">before the tent</b>, i.e. <b class="b2">public</b>, γόοι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>579</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b3">οἱ ἐ</b>. <b class="b2">the soldiers quartered</b> (in the towns), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>24</span>, <b class="b3">Ἀρχ.Ἐφ</b>.<span class="bibl">1917.2</span>; cf. sq. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">on the stage</b>: <b class="b3">ἡ ἐ</b>., as Subst., = [[ἐπισκήνιον]], Vitr.5.6.6. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span>. <b class="b2">external, adventitious</b>, ὄχλος <span class="bibl">D.H.6.53</span>, cf. <span class="bibl">9.53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span>. <b class="b3">ἐπίσκηνα, τά</b>, festival at Sparta, Hsch.</span>
|Definition=ἐπίσκηνον,<br><span class="bld">A</span> [[at]] or [[before the tent]], i.e. [[public]], γόοι [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''579.<br><span class="bld">2</span>. <b class="b3">οἱ ἐ.</b> [[the soldiers quartered]] (in the towns), Plu.''Sert.''24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. [[ἐπισκηνόω]]<br><span class="bld">II</span>. [[on the stage]]: <b class="b3">ἡ ἐ.</b>, as [[substantive]], = [[ἐπισκήνιον]], Vitr.5.6.6.<br><span class="bld">III</span>. [[external]], [[adventitious]], ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.<br><span class="bld">IV</span>. [[ἐπίσκηνα]], τά, festival at Sparta, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 [[ὄχλος]] [[ἐπίκλητος]] καὶ [[ἐπίσκηνος]] u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0978.png Seite 978]] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 [[ὄχλος]] [[ἐπίκλητος]] καὶ [[ἐπίσκηνος]] u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> [[qui réside sous une tente]] ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκηνος:'''<br /><b class="num">1</b> находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;<br /><b class="num">2</b> [[живущий в палатке]] (см. [[ἐπίσκηνοι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσκηνος''': -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. [[δημόσιος]], γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = [[ἐπισκήνιον]], Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. [[ἐξωτερικός]], [[τυχαῖος]], ὁ [[ἐπίκλητος]] οὑτοσὶ καὶ [[ἐπίσκηνος]] [[ὄχλος]] Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.
|lstext='''ἐπίσκηνος''': -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. [[δημόσιος]], γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = [[ἐπισκήνιον]], Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. [[ἐξωτερικός]], [[τυχαῖος]], ὁ [[ἐπίκλητος]] οὑτοσὶ καὶ [[ἐπίσκηνος]] [[ὄχλος]] Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se fait devant la tente, <i>càd</i> public;<br /><b>2</b> qui réside sous une tente ; [[οἱ]] ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκηνή]].
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], δηλ. [[πρόδηλος]], [[φανερός]], [[δημόσιος]], σε Σοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἐπίσκηνος]], -ον (Α) [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μπροστά]] στη [[σκηνή]], ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξωτερικός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίσκηνοι</i><br />στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια [[πόλη]]<br /><b>4.</b> (για θεατρική [[σκηνή]]) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίσκηνος]]<br />[[θάλαμος]] [[πάνω]] από τη [[σκηνή]].
|mdlsjtxt=ἐπί-σκηνος, ον [[σκηνή]]<br />at or [[before]] the [[tent]], i. e. [[public]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηνος Medium diacritics: ἐπίσκηνος Low diacritics: επίσκηνος Capitals: ΕΠΙΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: epískēnos Transliteration B: episkēnos Transliteration C: episkinos Beta Code: e)pi/skhnos

English (LSJ)

ἐπίσκηνον,
A at or before the tent, i.e. public, γόοι S.Aj.579.
2. οἱ ἐ. the soldiers quartered (in the towns), Plu.Sert.24, Ἀρχ.Ἐφ.1917.2; cf. ἐπισκηνόω
II. on the stage: ἡ ἐ., as substantive, = ἐπισκήνιον, Vitr.5.6.6.
III. external, adventitious, ὄχλος D.H.6.53, cf. 9.53.
IV. ἐπίσκηνα, τά, festival at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 978] an oder in dem Zelt, μηδ' ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. Ai. 576, was Suid. u. der Schol. »theatralisch« erkl. (μεγάλους ἢ ἀπρεπεῖς οἵους ἐπὶ τῇ σκηνῇ), besser vor dem Zelt. d. i. öffentlich. – Bei D. Hal. 6, 53 ὄχλος ἐπίκλητος καὶ ἐπίσκηνος u. 9, 53 οἱ ἐπίσκηνοι, die Angekommenen, Fremdlinge; daher Plut. Sert. 24 von fremden, einquartierten Soldaten.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se fait devant la tente, càd public;
2 qui réside sous une tente ; οἱ ἐπίσκηνοι PLUT soldats cantonnés dans leurs quartiers.
Étymologie: ἐπί, σκηνή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκηνος:
1 находящийся или происходящий вне палатки, т. е. публичный, открытый: μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους δάκρυε Soph. не плачь на людях;
2 живущий в палатке (см. ἐπίσκηνοι).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηνος: -ον, (σκηνὴ) πρὸ τῆς σκηνῆς, ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, δηλ. δημόσιος, γόοι Σοφ. Αἴ. 579. 2) οἱ ἐπίσκηνοι, οἱ (ἐν ταῖς πόλεσιν) ἐπισταθμεύοντες στρατιῶται, Πλουτ. Σερτώρ. 24· ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (τ. 4. σ. 335 καὶ 330), καὶ πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἡ ἐπ. ὡς οὐσιαστ. = ἐπισκήνιον, Βιτρούβ. 57. ΙΙΙ. ἐξωτερικός, τυχαῖος, ὁ ἐπίκλητος οὑτοσὶ καὶ ἐπίσκηνος ὄχλος Διον. Ἁλ. 6. 53, πρβλ. 9. 53.

Greek Monolingual

ἐπίσκηνος, -ον (Α) σκηνή
1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)
2. εξωτερικός, τυχαίος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι
στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη
4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ.ἐπίσκηνος
θάλαμος πάνω από τη σκηνή.

Greek Monotonic

ἐπίσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που βρίσκεται μπροστά στη σκηνή, δηλ. πρόδηλος, φανερός, δημόσιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπί-σκηνος, ον σκηνή
at or before the tent, i. e. public, Soph.