ἄπλοια: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(5)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aploia
|Transliteration C=aploia
|Beta Code=a)/ploia
|Beta Code=a)/ploia
|Definition=ἡ, Ion. and poet. ἀπλοΐη, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>230</span>, prob. in <span class="title">AP</span>7.640 (Antip.). <b class="b3">ἄπλους</b>):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">impossibility of sailing, detention in port</b>, esp. from stress of weather, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>188</span>; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>88</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">IT</span> 15</span>; ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας <span class="bibl">Th.4.4</span>, cf. <span class="bibl">6.22</span>: pl., ἀποπλέειν . . ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι <span class="bibl">Hdt.2.119</span>.</span>
|Definition=ἡ, Ion. and ''poet.'' [[ἀπλοΐη]], Call.Dian.230, prob. in AP7.640 (Antip.). [[ἄπλους]]):—[[impossibility of sailing]], [[unfavorable conditions for sailing]], [[unfavourable conditions for sailing]], [[detention in port]], esp. from [[stress]] of [[weather]], A.Ag.188; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι E.IA88, cf. IT 15; ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Th.4.4, cf. 6.22: pl., ἀποπλέειν . . ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι [[Herodotus|Hdt.]]2.119.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. poét. [[ἀπλοΐη]] Call.<i>Dian</i>.230, <i>AP</i> 7.640 (Antip.Thess.)<br />[[imposibilidad de navegar]] ἄ. [[κεναγγής]] A.<i>A</i>.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.<i>A</i>.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, <i>AP</i> [[l.c.]], Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.<i>IA</i> 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.<i>IT</i> 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] ἡ, ion. ἀπλοΐη, ungünstige Zeit zur Schifffahrt, Unfahrbarkeit, Aesch. Ag. 145. 181; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Eur. I. A. 88; Her. 2, 119 im plur.; Thuc. 4, 4, öfter, u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] ἡ, ion. ἀπλοΐη, ungünstige Zeit zur Schifffahrt, Unfahrbarkeit, Aesch. Ag. 145. 181; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Eur. I. A. 88; Her. 2, 119 im plur.; Thuc. 4, 4, öfter, u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />temps défavorable à la navigation ; ὑπὸ ἀπλοίας THC par suite de l'impossibilité de naviguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλοια:''' ион. ἀπλοΐη ἡ тж. pl. [[неблагоприятные для плавания условия]], [[невозможность плыть]] Aesch., Her., Eur., Thuc., Plut., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπλοια''': ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀπλοΐη, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 230, Ἀνθ. Π. 7. 640 ([[ἄπλους]]): ― τὸ μὴ δύνασθαι πλέειν, ἡ ἐν τῷ λιμένι κατ’ ἀνάγκην [[διαμονή]], ἰδίως [[ἕνεκα]] χειμῶνος ἢ [[ἐναντίον]] ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 188· ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Εὐρ. Ι. Α. 88· ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 4. 4, πρβλ. 6. 22: [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθυντ., ἀποπλώειν… ὡρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Ἡρόδ. 2. 119· χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 145, ἴδε τὴν λέξ. [[ἐχενηΐς]].
|lstext='''ἄπλοια''': ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀπλοΐη, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 230, Ἀνθ. Π. 7. 640 ([[ἄπλους]]): ― τὸ μὴ δύνασθαι πλέειν, ἡ ἐν τῷ λιμένι κατ’ ἀνάγκην [[διαμονή]], ἰδίως [[ἕνεκα]] χειμῶνος ἢ [[ἐναντίον]] ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 188· ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Εὐρ. Ι. Α. 88· ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 4. 4, πρβλ. 6. 22: [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθυντ., ἀποπλώειν… ὡρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Ἡρόδ. 2. 119· χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 145, ἴδε τὴν λέξ. [[ἐχενηΐς]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />temps défavorable à la navigation ; ὑπὸ ἀπλοίας THC par suite de l’impossibilité de naviguer.<br />'''Étymologie:''' , [[πλέω]].
|mltxt=η (AM [[ἄπλοια]], Α κ. ιων. [[ἀπλοΐη]]) [[άπλους]]<br />αναγκαστική [[παραμονή]] των πλοίων στο [[λιμάνι]] εξαιτίας κακοκαιρίας ή αντίθετων ανέμων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλοια:''' ποιητ. [[ἀπλοΐη]], ἡ ([[ἄπλους]]), όταν είναι αδύνατη η [[πλεύση]] του πλοίου, η αναγκαστική [[παραμονή]] στο [[λιμάνι]], [[ιδίως]] λόγω της έντασης των καιρικών φαινομένων, σε Αισχύλ., Θουκ.· <i>ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄπλους]]<br />[[impossibility]] of [[sailing]], [[detention]] in [[port]], esp. from [[stress]] of [[weather]], Aesch., Thuc.; ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι Hdt.
}}
}}
{{DGE
{{WoodhouseReversedUncategorized
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. poét. ἀπλοΐη Call.<i>Dian</i>.230, <i>AP</i> 7.640 (Antip.Thess.)<br />[[imposibilidad de navegar]] ἄ. κεναγγής A.<i>A</i>.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.<i>A</i>.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, <i>AP</i> l.c., Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.<i>IA</i> 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.<i>IT</i> 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19.
|woodrun=[[prevention from sailing]], [[stress of weather]]
}}
}}
{{grml
{{lxth
|mltxt=η (AM [[ἄπλοια]], Α κ. ιων. ἀπλοΐη) [[άπλους]]<br />αναγκαστική [[παραμονή]] των πλοίων στο [[λιμάνι]] εξαιτίας κακοκαιρίας ή αντίθετων ανέμων.
|lthtxt=''[[navigandi difficultas]], [[adversa tempestas]]'', [[difficulty of sailing]], [[adverse storm]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.85.6/ 2.85.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.4.1/ 4.4.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.22.1/ 6.22.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.99.1/ 8.99.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλοια Medium diacritics: ἄπλοια Low diacritics: άπλοια Capitals: ΑΠΛΟΙΑ
Transliteration A: áploia Transliteration B: aploia Transliteration C: aploia Beta Code: a)/ploia

English (LSJ)

ἡ, Ion. and poet. ἀπλοΐη, Call.Dian.230, prob. in AP7.640 (Antip.). ἄπλους):—impossibility of sailing, unfavorable conditions for sailing, unfavourable conditions for sailing, detention in port, esp. from stress of weather, A.Ag.188; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι E.IA88, cf. IT 15; ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Th.4.4, cf. 6.22: pl., ἀποπλέειν . . ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. poét. ἀπλοΐη Call.Dian.230, AP 7.640 (Antip.Thess.)
imposibilidad de navegar ἄ. κεναγγής A.A.188, μὴ ... ἀπλοίας τεύξῃ A.A.149, ὑπ' ... ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν Th.2.85, cf. 4.4, 6.22, 8.99, AP l.c., Plu.2.857b, ἀπλοίᾳ χρώμενοι E.IA 88, δεινῆς δ' ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων E.IT 15, ἀποπλέειν ... ὁρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Hdt.2.119, μείλιον ἀπλοΐης Call.l.c., γενομένης ἀπλοίας Plb.34.11.19.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, ion. ἀπλοΐη, ungünstige Zeit zur Schifffahrt, Unfahrbarkeit, Aesch. Ag. 145. 181; ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Eur. I. A. 88; Her. 2, 119 im plur.; Thuc. 4, 4, öfter, u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
temps défavorable à la navigation ; ὑπὸ ἀπλοίας THC par suite de l'impossibilité de naviguer.
Étymologie: , πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλοια: ион. ἀπλοΐη ἡ тж. pl. неблагоприятные для плавания условия, невозможность плыть Aesch., Her., Eur., Thuc., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλοια: ἡ, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀπλοΐη, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 230, Ἀνθ. Π. 7. 640 (ἄπλους): ― τὸ μὴ δύνασθαι πλέειν, ἡ ἐν τῷ λιμένι κατ’ ἀνάγκην διαμονή, ἰδίως ἕνεκα χειμῶνος ἢ ἐναντίον ἀνέμων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 188· ἀπλοίᾳ χρῆσθαι Εὐρ. Ι. Α. 88· ἡσύχαζεν ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 4. 4, πρβλ. 6. 22: ὡσαύτως ἐν τῷ πληθυντ., ἀποπλώειν… ὡρμημένον αὐτὸν ἶσχον ἄπλοιαι Ἡρόδ. 2. 119· χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 145, ἴδε τὴν λέξ. ἐχενηΐς.

Greek Monolingual

η (AM ἄπλοια, Α κ. ιων. ἀπλοΐη) άπλους
αναγκαστική παραμονή των πλοίων στο λιμάνι εξαιτίας κακοκαιρίας ή αντίθετων ανέμων.

Greek Monotonic

ἄπλοια: ποιητ. ἀπλοΐη, ἡ (ἄπλους), όταν είναι αδύνατη η πλεύση του πλοίου, η αναγκαστική παραμονή στο λιμάνι, ιδίως λόγω της έντασης των καιρικών φαινομένων, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄπλους
impossibility of sailing, detention in port, esp. from stress of weather, Aesch., Thuc.; ἴσχον αὐτὸν ἄπλοιαι Hdt.

English (Woodhouse)

prevention from sailing, stress of weather

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

navigandi difficultas, adversa tempestas, difficulty of sailing, adverse storm, 2.85.6, 4.4.1, 6.22.1, 8.99.1.