ἁρμοστός: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
(6)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=armostos
|Transliteration C=armostos
|Beta Code=a(rmosto/s
|Beta Code=a(rmosto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined, adapted, well-fitted</b>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>1.16</span>, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος <span class="bibl">Plb.21.28.12</span>; <b class="b2">suitable, fit</b>, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο <span class="bibl">Philem. 4.4</span>. Adv. -τῶς Plu.2.438a.</span>
|Definition=ἁρμοστή, ἁρμοστόν, [[joined]], [[adapted]], [[well-fitted]], Hero ''Spir.''1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; [[suitable]], [[fit]], ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. [[ἁρμοστῶς]] = [[in suitable manner]], [[appropriate manner]], [[proportionately]] Plu.2.438a.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mec. [[ajustado]], [[adaptado]], [[encajado]] de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero <i>Spir</i>.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero <i>Spir</i>.1.21, cf. <i>Aut</i>.10.3, 16.1, <i>Dioptr</i>.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.14, cf. 17.66.<br /><b class="num">2</b> fig. de cosas y abstr. [[conveniente]], [[adecuado]] καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.<i>Fr.Hist</i>.4, τάν τε φιλίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν <i>ICr</i>.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.<br /><b class="num">3</b> [[ἁρμοστή]] lat. <i>[[sponsa]]</i>, <i>Gloss</i>.2.245.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἁρμοστῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[ajustadamente]] χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero <i>Aut</i>.11.2, cf. 2.8.<br /><b class="num">2</b> [[convenientemente]] ἔχειν Plu.2.438a (cód.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0356.png Seite 356]] zusammengefügt; verlobt, verheirathet; angemessen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0356.png Seite 356]] [[zusammengefügt]]; [[verlobt]], [[verheiratet]]; [[angemessen]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἁρμοστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἁρμόζω]], [[καλῶς]] προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἁρμόζω]].
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἁρμόζω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mec. [[ajustado]], [[adaptado]], [[encajado]] de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero <i>Spir</i>.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero <i>Spir</i>.1.21, cf. <i>Aut</i>.10.3, 16.1, <i>Dioptr</i>.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.<br /><b class="num">2</b> fig. de cosas y abstr. [[conveniente]], [[adecuado]] καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.<i>Fr.Hist</i>.4, τάν τε [φι] λίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν <i>ICr</i>.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.<br /><b class="num">3</b> lat. <i>sponsa</i>, <i>Gloss</i>.2.245.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[ajustadamente]] χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero <i>Aut</i>.11.2, cf. 2.8.<br /><b class="num">2</b> [[convenientemente]] ἔχειν Plu.2.438a (cód.).
|elrutext='''ἁρμοστός:''' [[прилаженный]], [[укрепленный]] ([[κατά]] τι Polyb.; ἁρμοστὸν [[ἐπίθεμα]] Diod.).
}}
{{ls
|lstext='''ἁρμοστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἁρμόζω]], [[καλῶς]] προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁρμοστός]], -ή, -όν) [[αρμόζω]]<br />ο προσαρμοσμένος [[κατάλληλα]], ο [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μνηστήρας]], η [[μνηστή]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁρμοστός]], -ή, -όν) [[αρμόζω]]<br />ο προσαρμοσμένος [[κατάλληλα]], ο [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μνηστήρας]], η [[μνηστή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:58, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοστός Medium diacritics: ἁρμοστός Low diacritics: αρμοστός Capitals: ΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: harmostós Transliteration B: harmostos Transliteration C: armostos Beta Code: a(rmosto/s

English (LSJ)

ἁρμοστή, ἁρμοστόν, joined, adapted, well-fitted, Hero Spir.1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; suitable, fit, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. ἁρμοστῶς = in suitable manner, appropriate manner, proportionately Plu.2.438a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1mec. ajustado, adaptado, encajado de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero Spir.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero Spir.1.21, cf. Aut.10.3, 16.1, Dioptr.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.
2 fig. de cosas y abstr. conveniente, adecuado καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.Fr.Hist.4, τάν τε φιλίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν ICr.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.
3 ἁρμοστή lat. sponsa, Gloss.2.245.
II adv. ἁρμοστῶς
1 ajustadamente χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero Aut.11.2, cf. 2.8.
2 convenientemente ἔχειν Plu.2.438a (cód.).

German (Pape)

[Seite 356] zusammengefügt; verlobt, verheiratet; angemessen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοστός: прилаженный, укрепленный (κατά τι Polyb.; ἁρμοστὸν ἐπίθεμα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, καλῶς προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· ἁρμόδιος, κατάλληλος, καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁρμοστός, -ή, -όν) αρμόζω
ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος
αρχ.
ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή.