ὑποκοριστικός: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(12) |
mNo edit summary |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypokoristikos | |Transliteration C=ypokoristikos | ||
|Beta Code=u(pokoristiko/s | |Beta Code=u(pokoristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ὑποκοριστική, ὑποκοριστικόν, [[diminutive]], τὸ [[ὑποκοριστικόν]] (''[[sc.]]'' [[ὄνομα]]) Ath.14.650e, cf. D.T.634.25. Adv. [[ὑποκοριστικῶς]] = [[as a diminutive]] Str.5.4.12, Ath.7.308f; [[by a pet name]], Plu.2.847e. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1221.png Seite 1221]] ή, όν, [[schmeichelnd]], [[liebkosend]], bes. durch einen gelinderen Namen beschönigend, bemäntelnd; [[ὄνομα]] ὑποκοριστικόν, ein Deminutivum, Sp.; u. so ὑποκοριστικῶς ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης κορακινίδια für κορακίνους, Ath. VII, 308 f. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποκοριστικός''': -ή, -όν, ὁ διὰ καλοῦ ὀνόματος ἐπικαλύπτων ἢ κολάζων κακόν τι [[πρᾶγμα]], Ἀνώνυμ. ἐν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 5. 16. 2) [[ὄνομα]] ὑπ. πρβλ. Ἀθήν. 650Ε· ― Ἐπίρρ., -κῶς, Πλούτ. 2. 847Ε, Ἀθήν. 308F. Ἴδε Κόντου Προσθήκας ἐν Ἀθηνὰς τόμ. ΙΖ΄, σ. 483. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκοριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, [[κολακευτικός]], χαῖδευτικός·2. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποκοριστικό</i><br />(ενν. <i>όνομα</i>) <b>γραμμ.</b> παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «[[πολλά]] υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -<i>άκης</i>» β. «[[ῥοίδιον]] [[μέντοι]] ὡς [[βοίδιον]] τὸ ὑποκοριστικόν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> το μορφηματικό ή λεξιλογικό [[στοιχείο]] που επιτελεί τη [[λειτουργία]] του υποκορισμού [[καθώς]] και η [[ίδια]] η [[λέξη]] που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποκοριστικώς</i> / <i>ὑποκοριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποκοριστικά</i> Ν<br />με υποκορισμό. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[χαϊδευτικός]]). Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[ὑποκορίζομαι]] (=φέρνομαι σάν παιδί, φωνάζω κάποιον χαϊδευτικά), πού εἶναι [[σύνθετο]] ἀπό τό [[ὑπό]] + [[κορίζομαι]] (=[[χαϊδεύω]]), ([[κοῦρος]], [[κόρη]] τοῦ [[κείρω]]). Παράγωγα τοῦ [[ὑποκορίζομαι]]: [[ὑποκοριζόντως]], [[ὑποκόρισις]], [[ὑποκόρισμα]] (=[[ὄνομα]] χαϊδευτικό), [[ὑποκορισμός]], [[ὑποκοριστικῶς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:19, 26 September 2024
English (LSJ)
ὑποκοριστική, ὑποκοριστικόν, diminutive, τὸ ὑποκοριστικόν (sc. ὄνομα) Ath.14.650e, cf. D.T.634.25. Adv. ὑποκοριστικῶς = as a diminutive Str.5.4.12, Ath.7.308f; by a pet name, Plu.2.847e.
German (Pape)
[Seite 1221] ή, όν, schmeichelnd, liebkosend, bes. durch einen gelinderen Namen beschönigend, bemäntelnd; ὄνομα ὑποκοριστικόν, ein Deminutivum, Sp.; u. so ὑποκοριστικῶς ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης κορακινίδια für κορακίνους, Ath. VII, 308 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκοριστικός: -ή, -όν, ὁ διὰ καλοῦ ὀνόματος ἐπικαλύπτων ἢ κολάζων κακόν τι πρᾶγμα, Ἀνώνυμ. ἐν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 5. 16. 2) ὄνομα ὑπ. πρβλ. Ἀθήν. 650Ε· ― Ἐπίρρ., -κῶς, Πλούτ. 2. 847Ε, Ἀθήν. 308F. Ἴδε Κόντου Προσθήκας ἐν Ἀθηνὰς τόμ. ΙΖ΄, σ. 483.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποκοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῖδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό
(ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «πολλά υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -άκης» β. «ῥοίδιον μέντοι ὡς βοίδιον τὸ ὑποκοριστικόν», Αθήν.)
νεοελλ.
γλωσσ. το μορφηματικό ή λεξιλογικό στοιχείο που επιτελεί τη λειτουργία του υποκορισμού καθώς και η ίδια η λέξη που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού.
επίρρ...
υποκοριστικώς / ὑποκοριστικῶς ΝΜΑ, και υποκοριστικά Ν
με υποκορισμό.
Mantoulidis Etymological
(=χαϊδευτικός). Ἀπό τό ρῆμα ὑποκορίζομαι (=φέρνομαι σάν παιδί, φωνάζω κάποιον χαϊδευτικά), πού εἶναι σύνθετο ἀπό τό ὑπό + κορίζομαι (=χαϊδεύω), (κοῦρος, κόρη τοῦ κείρω). Παράγωγα τοῦ ὑποκορίζομαι: ὑποκοριζόντως, ὑποκόρισις, ὑποκόρισμα (=ὄνομα χαϊδευτικό), ὑποκορισμός, ὑποκοριστικῶς.