ἐκάς: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(10)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekas
|Transliteration C=ekas
|Beta Code=e)ka/s
|Beta Code=e)ka/s
|Definition=άδος, ἡ, a division of land (?), <span class="title">Rev.Phil.</span>48.98 (Dura).
|Definition=ἐκάδος, ἡ, a division of land (?), ''Rev.Phil.''48.98 (Dura).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)].
|mltxt=[[ἑκάς]], αττ. τ. ἕκας (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]], [[μακριά]] από, σε [[απόσταση]] («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)<br /><b>2.</b> (με γεν. ως καταχρηστική [[πρόθεση]]) [[μακριά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[εκτός]]<br /><b>3.</b> προ πολλού<br /><b>4.</b> [[μετά]] από πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. <i>έ</i> και [[επίθημα]] -<i>κας</i>, που δηλώνει επιμερισμό ([[πρβλ]]. [[ανδρακάς]], «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. <i>śata</i>-<i>śah</i> «ανά [[εκατό]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκάς Medium diacritics: ἐκάς Low diacritics: εκάς Capitals: ΕΚΑΣ
Transliteration A: ekás Transliteration B: ekas Transliteration C: ekas Beta Code: e)ka/s

English (LSJ)

ἐκάδος, ἡ, a division of land (?), Rev.Phil.48.98 (Dura).

Spanish (DGE)

uelἑκάς, -άδος, ἡ
sent. dud., n. de una división o lote de terreno PDura 15a.1 (II a.C.) (quizá ἑκ-).

Greek Monolingual

ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α)
επίρρ.
1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι»)
2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός
3. προ πολλού
4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ. της αντων. έ και επίθημα -κας, που δηλώνει επιμερισμό (πρβλ. ανδρακάς, «ανά άνδρα», αρχ. ινδ. śata-śah «ανά εκατό»)].