ὑπότριμμα: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotrimma | |Transliteration C=ypotrimma | ||
|Beta Code=u(po/trimma | |Beta Code=u(po/trimma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together]], Hp.''Vict.''2.56, 3.80, Gal.6.650, cf. [[ὑποτρίβω]] 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι Antiph.222.3; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ Jul. ''Or.''6.192a, cf. 7.226a: its general taste was sour or piquant, hence <b class="b3">βλέπων ὑπότριμμα</b> looking [[sharp and sour]], Ar.''Ec.''292; <b class="b3">ὑ. χλωρά</b>, of green herb sauces or soups, also called [[φυλλάδες]], Poll.6.71. Cf. [[ὑπόσφαγμα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1236.png Seite 1236]] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich [[ὑπότριμμα]] βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[jus d'herbes pilées d'une saveur âcre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρίβω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπότριμμα:''' ατος τό острая похлебка из тертых овощей Plut.: ὑ. βλέπειν Arph. иметь кислую мину. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπότριμμα''': τό, [[ἔδεσμα]] παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. [[ὑποτρίβω]] 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ [[γεῦσις]] [[αὐτοῦ]] συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]], [[ὑπότριμμα]] βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. [[ὑπόσφαγμα]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπότριμμα]]· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων [[ἔργον]]». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[ὑποτρίβω]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ ὑποτρίμματα</i><br />[[έδεσμα]], [[σάλτσα]] ή [[στόλισμα]] [[κυρίως]] για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη [[γεύση]] (α. «τοῖσι ἰχθύσι ἑφθοῖσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — [[σάλτσα]] ή [[σούπα]] από πράσινα χορταρικά<br />β) «βλέπων [[ὑπότριμμα]]»<br /><b>μτφ.</b> με [[βλέμμα]] αγριεμένο (<b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπότριμμα:''' -ατος, τό, [[φαγητό]] παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. [[moretum]], σε Κωμ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑπότριμμα]], ατος, τό, [from ὑποτρῑ́βω]<br />a [[dish]] compounded of [[various]] ingredients, pounded up [[together]], Lat. [[moretum]], Com. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together, Hp.Vict.2.56, 3.80, Gal.6.650, cf. ὑποτρίβω 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι Antiph.222.3; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ Jul. Or.6.192a, cf. 7.226a: its general taste was sour or piquant, hence βλέπων ὑπότριμμα looking sharp and sour, Ar.Ec.292; ὑ. χλωρά, of green herb sauces or soups, also called φυλλάδες, Poll.6.71. Cf. ὑπόσφαγμα.
German (Pape)
[Seite 1236] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich ὑπότριμμα βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus d'herbes pilées d'une saveur âcre.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότριμμα: ατος τό острая похлебка из тертых овощей Plut.: ὑ. βλέπειν Arph. иметь кислую мину.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότριμμα: τό, ἔδεσμα παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. ὑποτρίβω 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ γεῦσις αὐτοῦ συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, ὅθεν ἡ παροιμία, ὑπότριμμα βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. ὑπόσφαγμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπότριμμα· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων ἔργον».
Greek Monolingual
-ίμματος, τὸ, Α ὑποτρίβω
1. συν. στον πληθ. τὰ ὑποτρίμματα
έδεσμα, σάλτσα ή στόλισμα κυρίως για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη γεύση (α. «τοῖσι ἰχθύσι ἑφθοῖσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)
2. φρ. α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — σάλτσα ή σούπα από πράσινα χορταρικά
β) «βλέπων ὑπότριμμα»
μτφ. με βλέμμα αγριεμένο (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑπότριμμα: -ατος, τό, φαγητό παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. moretum, σε Κωμ.
Middle Liddell
ὑπότριμμα, ατος, τό, [from ὑποτρῑ́βω]
a dish compounded of various ingredients, pounded up together, Lat. moretum, Com.