εὔπατρις: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eypatris
|Transliteration C=eypatris
|Beta Code=eu)/patris
|Beta Code=eu)/patris
|Definition=ιδος, ἡ, fem. of foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">born of a noble sire</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1077</span> (lyr.); <b class="b3">τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1081</span> (lyr.); <b class="b3">ἐλπίδων . . εὐπατρίδων</b> of hopes <b class="b2">derived from those of noble birth</b>, dub. cj. ib.<span class="bibl">858</span> (-<b class="b3">ιδᾶν</b> vel -<b class="b3">ιδῶν</b> codd.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> at Rome, <b class="b3">αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί</b> <b class="b2">magistratus patricii</b>, <span class="bibl">D.C.46.45</span>: <b class="b3">γυνὴ εὔ</b>., = Lat. <b class="b2">patricia</b>, <span class="bibl">Id.72.5</span> (here acc. sg. -ίδα, but cf. <b class="b3">κακόπατρις, ὁμόπατρις</b>).</span>
|Definition=ιδος, ἡ, fem. of [[εὐπατρίδης]],<br><span class="bld">A</span> [[born of a noble sire]], E.''IA''1077 (lyr.); <b class="b3">τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι</b>; S.''El.''1081 (lyr.); <b class="b3">ἐλπίδων… εὐπατρίδων</b> of hopes [[derived from those of noble birth]], dub. cj. ib.858 (-[[ιδᾶν]] vel -[[ιδῶν]] codd.).<br><span class="bld">2</span> at Rome, <b class="b3">αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί</b> [[magistratus patricii]], D.C.46.45: <b class="b3">γυνὴ εὔ</b>., = Lat. [[patricia]], Id.72.5 (here acc. sg. -ίδα, but cf. [[κακόπατρις]], [[ὁμόπατρις]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1087.png Seite 1087]] ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; [[Νηρηΐς]] Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1087.png Seite 1087]] ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; [[Νηρηΐς]] Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> [[née d'un père noble]] ; digne d'un noble père;<br /><b>2</b> [[dont les sentiments attestent la noblesse]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πατήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπατρις:''' ιδος ἡ adj. f<br /><b class="num">1</b> [[рожденная славным отцом]] ([[Νηρηΐς]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> (о дочери) благородная, возвышенная: τίς ἂν εὔ. [[ὧδε]] βλάστοι; Soph. может ли родиться (еще одна) столь благородная дочь?
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπᾰτρις''': -ιδος, ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ [[εὐπατέρεια]], γεννηθεῖσα ἐξ εὐγενοῦς πατρός, τᾶς εὐπάτριδος Νηρῇδος Εὐρ. Ι. Α. 1077· οὕτω, τίς ἂν [[εὔπατρις]] ὧδε βλάστοι [[ποία]] ἄλλη γυνὴ [[οὕτως]] εὐγενὴς [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γεννηθῇ εἰς τὸν κόσμον; Σοφ. Ἠλ. 1080· ἐλπίδων (ἐκ φίλων Mekler) ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ’ ἀρωγαί, δηλ. ἀρωγαὶ ἐν ἐλπίδι γιγνόμεναι ἀπὸ τοῦ εὐπατρίδου καὶ κοινοτόκου (Ὀρέστου), [[αὐτόθι]] 858, ὁ Jebb ἐξέδωκεν εὐπατριδᾶν, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ. 2) ἐν Ρώμῃ, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί, αἱ τῶν Πατρικίων, Δίων Κ. 46. 45.
|lstext='''εὔπᾰτρις''': -ιδος, ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ [[εὐπατέρεια]], γεννηθεῖσα ἐξ εὐγενοῦς πατρός, τᾶς εὐπάτριδος Νηρῇδος Εὐρ. Ι. Α. 1077· οὕτω, τίς ἂν [[εὔπατρις]] ὧδε βλάστοι [[ποία]] ἄλλη γυνὴ [[οὕτως]] εὐγενὴς [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γεννηθῇ εἰς τὸν κόσμον; Σοφ. Ἠλ. 1080· ἐλπίδων (ἐκ φίλων Mekler) ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ’ ἀρωγαί, δηλ. ἀρωγαὶ ἐν ἐλπίδι γιγνόμεναι ἀπὸ τοῦ εὐπατρίδου καὶ κοινοτόκου (Ὀρέστου), [[αὐτόθι]] 858, ὁ Jebb ἐξέδωκεν εὐπατριδᾶν, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ. 2) ἐν Ρώμῃ, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί, αἱ τῶν Πατρικίων, Δίων Κ. 46. 45.
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> née d’un père noble ; digne d’un noble père;<br /><b>2</b> dont les sentiments attestent la noblesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πατήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπατρις]] -άτριδος, ἡ (ΑΜ)<br />(ως θηλ. του [[ευπατρίδης]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]], [[ευπάτειρα]], [[ευγενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσεβής]], [[ευμενής]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=[[εὔπατρις]] -άτριδος, ἡ (ΑΜ)<br />(ως θηλ. του [[ευπατρίδης]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]], [[ευπάτειρα]], [[ευγενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσεβής]], [[ευμενής]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπᾰτρις:''' -ιδος, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένη από ευγενή [[πατέρα]], σε Ευρ.· τίςἂν [[εὔπατρις]] [[ὧδε]] βλάστοι; ποια [[άλλη]] τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· <i>ἐλπίδων εὐπατρίδων</i>, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική [[καταγωγή]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔπᾰτρις, ιδος [[πατήρ]]<br />[[born]] of a [[noble]] [[sire]], Eur.; τίς ἂν [[εὔπατρις]] ὧδε βλάστοι; who could be [[born]] so [[worthy]] of a [[noble]] [[sire]]? Soph.; ἐλπίδων εὐπατρίδων of hopes [[derived]] from those of [[noble]] [[birth]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπᾰτρις Medium diacritics: εὔπατρις Low diacritics: εύπατρις Capitals: ΕΥΠΑΤΡΙΣ
Transliteration A: eúpatris Transliteration B: eupatris Transliteration C: eypatris Beta Code: eu)/patris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of εὐπατρίδης,
A born of a noble sire, E.IA1077 (lyr.); τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; S.El.1081 (lyr.); ἐλπίδων… εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, dub. cj. ib.858 (-ιδᾶν vel -ιδῶν codd.).
2 at Rome, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί magistratus patricii, D.C.46.45: γυνὴ εὔ., = Lat. patricia, Id.72.5 (here acc. sg. -ίδα, but cf. κακόπατρις, ὁμόπατρις).

German (Pape)

[Seite 1087] ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; Νηρηΐς Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 née d'un père noble ; digne d'un noble père;
2 dont les sentiments attestent la noblesse.
Étymologie: εὖ, πατήρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπατρις: ιδος ἡ adj. f
1 рожденная славным отцом (Νηρηΐς Eur.);
2 (о дочери) благородная, возвышенная: τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; Soph. может ли родиться (еще одна) столь благородная дочь?

Greek (Liddell-Scott)

εὔπᾰτρις: -ιδος, ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ εὐπατέρεια, γεννηθεῖσα ἐξ εὐγενοῦς πατρός, τᾶς εὐπάτριδος Νηρῇδος Εὐρ. Ι. Α. 1077· οὕτω, τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι ποία ἄλλη γυνὴ οὕτως εὐγενὴς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ εἰς τὸν κόσμον; Σοφ. Ἠλ. 1080· ἐλπίδων (ἐκ φίλων Mekler) ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ’ ἀρωγαί, δηλ. ἀρωγαὶ ἐν ἐλπίδι γιγνόμεναι ἀπὸ τοῦ εὐπατρίδου καὶ κοινοτόκου (Ὀρέστου), αὐτόθι 858, ὁ Jebb ἐξέδωκεν εὐπατριδᾶν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ. 2) ἐν Ρώμῃ, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί, αἱ τῶν Πατρικίων, Δίων Κ. 46. 45.

Greek Monolingual

εὔπατρις -άτριδος, ἡ (ΑΜ)
(ως θηλ. του ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα, ευγενής
αρχ.
1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον
2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

εὔπᾰτρις: -ιδος, ἡ (πατήρ), γεννημένη από ευγενή πατέρα, σε Ευρ.· τίςἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; ποια άλλη τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· ἐλπίδων εὐπατρίδων, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική καταγωγή, στον ίδ.

Middle Liddell

εὔπᾰτρις, ιδος πατήρ
born of a noble sire, Eur.; τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; who could be born so worthy of a noble sire? Soph.; ἐλπίδων εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, Soph.