φιλόκαινος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filokainos | |Transliteration C=filokainos | ||
|Beta Code=filo/kainos | |Beta Code=filo/kainos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόκαινον, [[loving novelty]] or [[innovation]], Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. D.H. 15.6(7), Ph.2.115, Luc.''Icar.''24. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καινός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόκαινος:''' [[любящий новизну]] Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φῐλόκαινος''': -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[καθετί]] το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκαινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις καινοτομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καινός]] «[[νέος]], [[καινούργιος]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλόκαινος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· <i>τὸ φιλόκαινον</i>, [[αγάπη]] για νεωτερισμούς, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλό-καινος, ον,<br />[[loving]] [[novelty]] or [[innovation]]: τὸ φιλόκαινον [[love]] of [[novelty]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλόκαινον, loving novelty or innovation, Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. D.H. 15.6(7), Ph.2.115, Luc.Icar.24.
German (Pape)
[Seite 1280] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.
Étymologie: φίλος, καινός.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκαινος: любящий новизну Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκαινος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει καθετί το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαινον
η αγάπη για τις καινοτομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καινός «νέος, καινούργιος»].
Greek Monotonic
φῐλόκαινος: -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· τὸ φιλόκαινον, αγάπη για νεωτερισμούς, σε Λουκ.
Middle Liddell
φῐλό-καινος, ον,
loving novelty or innovation: τὸ φιλόκαινον love of novelty, Luc.