φοινικιστής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikistis
|Transliteration C=foinikistis
|Beta Code=foinikisth/s
|Beta Code=foinikisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> φοῖνιξ B.11) <b class="b2">dyer of purple</b> or <b class="b2">red</b>, Zonar. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> among the Persians, <b class="b2">wearer of purple</b>, opp. <b class="b3">παραλουργής</b> (q. v.), i.e. <b class="b2">one of the highest rank</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.20</span>; cf. Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[Φοινικίζων]] <span class="bibl">1</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>883</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>235.47</span>.</span>
|Definition=φοινικιστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> ([[φοῖνιξ]] B.II) [[dyer]] of [[purple]] or [[red]], Zonar.<br><span class="bld">II</span> among the Persians, [[wearer]] of [[purple]], opp. [[παραλουργής]] ([[quod vide|q.v.]]), i.e. one of the [[highest]] [[rank]], X.''An.''1.2.20; cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[Φοινικίζων]] ''I'', Sch.Ar.''Pax''883, ''EM''235.47.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ὁ, 1) der Purpurfärber, Rothfärber, Sp. 2) bei den Persern ein Mann vom höchsten Range, ein Statthalter, der ganz purpurne Kleider tragen durfte, Xen. An. 1, 2, 20; nach Larcher ein Bannerherr, von der rothen persischen Fahne, [[φοινικίς]], D. Sic. 14, 26 (vgl. [[παραλουργής]]). – 3) = Φοινικίζων, Λεσβιάζων, E. M. v. γλωττοκομεῖον.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />personnage de haut rang ayant le droit de porter la pourpre <i>chez les Perses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκιστής:''' οῦ ὁ [[φοῖνιξ]] II] носящий багряницу, порфироносец (персидский вельможа, имевший право на ношение пурпурной одежды) Xen.
}}
{{ls
|lstext='''φοινικιστής''': -οῦ, ὁ, (φοῖνιξ) ὁ βαφεὺς ἐρυθρῶν ἢ πορφυρῶν χρωμάτων, Ζωναρᾶς σ. 1818. ΙΙ. παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ φορῶν πορφύραν, δηλ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀνωτάτην τάξιν, Λατιν. purpuratus, ἀπέκτεινεν ἄνδρα Πέρσην, Μεγαφέρνην φοιν. [[βασίλειον]] Ξεν. Ἀν. 1. 2, 20· ἐν ᾧ οἱ παραλουργεῖς ἦσαν «οἱ ἧττον ἔνδοξοι καὶ ἔντιμοι» Ἡσύχ.· πρβλ. [[παρυφής]]. ΙΙΙ. = Φοινικίζων, δεδομένος εἰς κτηνώδεις ἢ παρὰ φύσιν ἀσελγείας, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 883· «γλωττοκομεῖον... εἴρηται τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]] ὑπὸ Εὐβούλου φοινικιστὴν σκώπτοντος» Ἐτυμολ. Μεγ. 235, 47.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />, ΜΑ<br />αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή [[εσθήτα]], [[γεγονός]] που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη [[τάξη]], ότι κατείχε [[υψηλά]] αξιώματα, [[σατράπης]], [[ηγεμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -[[οινικός]] «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστής</i>].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, ΜΑ [[[φοινικίζω]] (II)]<br />ο [[έκδοτος]] στις κτηνώδεις ή τις [[παρά]] φύσιν σαρκικές απολαύσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκιστής:''' -οῦ, ὁ ([[φοῖνιξ]] Β), κατά τους Πέρσες, αυτός που φοράει [[πορφύρα]], δηλ. [[κάποιος]] που ανήκε στην ανώτερη [[τάξη]], Λατ. [[purpuratus]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκιστής, οῦ, ὁ, [[φοῖνιξ]]<br />with the Persians, a wearer of [[purple]], i. e. one of the [[highest]] [[rank]], Lat. [[purpuratus]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινικιστής Medium diacritics: φοινικιστής Low diacritics: φοινικιστής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: phoinikistḗs Transliteration B: phoinikistēs Transliteration C: foinikistis Beta Code: foinikisth/s

English (LSJ)

φοινικιστοῦ, ὁ,
A (φοῖνιξ B.II) dyer of purple or red, Zonar.
II among the Persians, wearer of purple, opp. παραλουργής (q.v.), i.e. one of the highest rank, X.An.1.2.20; cf. Hsch.
III = Φοινικίζων I, Sch.Ar.Pax883, EM235.47.

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, 1) der Purpurfärber, Rothfärber, Sp. – 2) bei den Persern ein Mann vom höchsten Range, ein Statthalter, der ganz purpurne Kleider tragen durfte, Xen. An. 1, 2, 20; nach Larcher ein Bannerherr, von der rothen persischen Fahne, φοινικίς, D. Sic. 14, 26 (vgl. παραλουργής). – 3) = Φοινικίζων, Λεσβιάζων, E. M. v. γλωττοκομεῖον.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
personnage de haut rang ayant le droit de porter la pourpre chez les Perses.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκιστής: οῦ ὁ φοῖνιξ II] носящий багряницу, порфироносец (персидский вельможа, имевший право на ношение пурпурной одежды) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

φοινικιστής: -οῦ, ὁ, (φοῖνιξ) ὁ βαφεὺς ἐρυθρῶν ἢ πορφυρῶν χρωμάτων, Ζωναρᾶς σ. 1818. ΙΙ. παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ φορῶν πορφύραν, δηλ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀνωτάτην τάξιν, Λατιν. purpuratus, ἀπέκτεινεν ἄνδρα Πέρσην, Μεγαφέρνην φοιν. βασίλειον Ξεν. Ἀν. 1. 2, 20· ἐν ᾧ οἱ παραλουργεῖς ἦσαν «οἱ ἧττον ἔνδοξοι καὶ ἔντιμοι» Ἡσύχ.· πρβλ. παρυφής. ΙΙΙ. = Φοινικίζων, δεδομένος εἰς κτηνώδεις ἢ παρὰ φύσιν ἀσελγείας, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 883· «γλωττοκομεῖον... εἴρηται τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ὑπὸ Εὐβούλου φοινικιστὴν σκώπτοντος» Ἐτυμολ. Μεγ. 235, 47.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό χρώμα
αρχ.
(στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή εσθήτα, γεγονός που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη τάξη, ότι κατείχε υψηλά αξιώματα, σατράπης, ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οινικός «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ιστής].
(II)
ὁ, ΜΑ [[[φοινικίζω]] (II)]
ο έκδοτος στις κτηνώδεις ή τις παρά φύσιν σαρκικές απολαύσεις.

Greek Monotonic

φοινῑκιστής: -οῦ, ὁ (φοῖνιξ Β), κατά τους Πέρσες, αυτός που φοράει πορφύρα, δηλ. κάποιος που ανήκε στην ανώτερη τάξη, Λατ. purpuratus, σε Ξεν.

Middle Liddell

φοινῑκιστής, οῦ, ὁ, φοῖνιξ
with the Persians, a wearer of purple, i. e. one of the highest rank, Lat. purpuratus, Xen.