φόλλις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=follis
|Transliteration C=follis
|Beta Code=fo/llis
|Beta Code=fo/llis
|Definition=εως, ὁ, Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">follis, bellows</b>, AP9.528 (Pall.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a small coin</b>, <span class="bibl">1</span>/<span class="bibl">288</span> of a <b class="b2">solidus</b>, <span class="title">OGI</span>521.24, al. (Abydos, v/vi A.D.), <span class="bibl">Procop. <span class="title">Arc.</span>25</span>, Suid., <span class="bibl">Eust.136.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">property-tax</b>, <span class="bibl">Zos.2.38</span>, <span class="title">Cod.Just.</span>12.2.2.</span>
|Definition=-εως, ὁ, Lat.<br><span class="bld">A</span> [[follis]], [[bellows]], AP9.528 (Pall.).<br><span class="bld">II</span> a [[small]] [[coin]], ''1''/288 of a [[solidus]], ''OGI''521.24, al. (Abydos, v/vi A.D.), Procop. ''Arc.''25, Suid., Eust.136.13.<br><span class="bld">III</span> [[property tax]], Zos.2.38, ''Cod.Just.''12.2.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., [[χώνη]] φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528).
}}
{{elru
|elrutext='''φόλλις:''' εως ἡ (лат. [[follis]]) фоллис (мелкая монета в 0.25 унции) Anth.
}}
{{ls
|lstext='''φόλλις''': -εως, ὁ, τὸ Λατ. follis, [[φῦσα]], [[φυσητήριον]], «μουχάνι», Ἀνθ. Π. 9. 528. ΙΙ. μικρόν τι [[νόμισμα]], = [[ὀβολός]], Εὐστ. 136. 13, Σουΐδ., ἀλλὰ καὶ ποσόν τι χρημάτων ἀδήλου ἀξίας. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1 ἴδε Heinich. ἐν τόπῳ, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 292.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και [[φόλλη]], ἡ, Μ, και [[φόλης]] και [[φόλλος]] Α<br /><b>(βυζ.)</b> επαργυρωμένο χάλκινο [[νόμισμα]] που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το ½4 του μιλιαρισίου<br /><b>μσν.</b><br />απροσδιόριστο χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]] ιδιοκτησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>follis</i> «[[φυσερό]], [[είδος]] μικρού νομίσματος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φόλλις:''' -εως, ὁ, το Λατ. [[follis]], φυσητήρι, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φόλλις]], εως,<br />the Lat. [[follis]], [[bellows]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόλλις Medium diacritics: φόλλις Low diacritics: φόλλις Capitals: ΦΟΛΛΙΣ
Transliteration A: phóllis Transliteration B: phollis Transliteration C: follis Beta Code: fo/llis

English (LSJ)

-εως, ὁ, Lat.
A follis, bellows, AP9.528 (Pall.).
II a small coin, 1/288 of a solidus, OGI521.24, al. (Abydos, v/vi A.D.), Procop. Arc.25, Suid., Eust.136.13.
III property tax, Zos.2.38, Cod.Just.12.2.2.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, auch ὁ (aus dem lat. follis), ein einfaches Geldstück, ein Sestertius u. s. w., χώνη φόλλιν ἄγουσα φερέσβιον Pallad. in paralip. 67 (IX, 528).

Russian (Dvoretsky)

φόλλις: εως ἡ (лат. follis) фоллис (мелкая монета в 0.25 унции) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φόλλις: -εως, ὁ, τὸ Λατ. follis, φῦσα, φυσητήριον, «μουχάνι», Ἀνθ. Π. 9. 528. ΙΙ. μικρόν τι νόμισμα, = ὀβολός, Εὐστ. 136. 13, Σουΐδ., ἀλλὰ καὶ ποσόν τι χρημάτων ἀδήλου ἀξίας. Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1 ἴδε Heinich. ἐν τόπῳ, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 292.

Greek Monolingual

-εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α
(βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το ½4 του μιλιαρισίου
μσν.
απροσδιόριστο χρηματικό ποσό
αρχ.
1. φυσερό
2. φόρος ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. follis «φυσερό, είδος μικρού νομίσματος»].

Greek Monotonic

φόλλις: -εως, ὁ, το Λατ. follis, φυσητήρι, σε Ανθ.

Middle Liddell

φόλλις, εως,
the Lat. follis, bellows, Anth.