καυκί: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(20) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[καυκίον]], Μ και καυκίν και καυχίν)<br />[[κύπελλο]], [[ποτήρι]], [[κύλικας]] («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό [[σκεύος]], η [[καυκιά]]<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] [[πιατέλα]], [[γαβάθα]]<br /><b>3.</b> το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>4.</b> η [[επιγονατίδα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b | |mltxt=[[καυκί]], το (ΑΜ [[καυκίον]], Μ και [[καυκίν]] και [[καυχίν]])<br />[[κύπελλο]], [[ποτήρι]], [[κύλικας]] («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό [[σκεύος]], η [[καυκιά]]<br /><b>2.</b> [[βαθιά]] [[πιατέλα]], [[γαβάθα]]<br /><b>3.</b> το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το [[καβούκι]]<br /><b>4.</b> η [[επιγονατίδα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[καυκιά]]<br />οι δίσκοι της ζυγαριάς<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[καυκί]] με την [[αράδα]] στο [[τραπέζι]] τριγυρίζει» — σε ομαδική [[συνεργασία]] δεν έχουν [[θέση]] οι προτιμήσεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοίτη]] ποταμού<br /><b>2.</b> [[δίσκος]] με τον οποίο οι κωμοδρόμοι συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καυκ</i>-<i>ίον</i> <span style="color: red;"><</span> [[καῦκος]], <i>ὁ</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ί</i> (<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[γατί]], [[παιδί]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:08, 27 November 2022
Greek Monolingual
καυκί, το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν)
κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά
2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα
3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι
4. η επιγονατίδα
5. στον πληθ. τα καυκιά
οι δίσκοι της ζυγαριάς
6. παροιμ. «το καυκί με την αράδα στο τραπέζι τριγυρίζει» — σε ομαδική συνεργασία δεν έχουν θέση οι προτιμήσεις
μσν.
1. κοίτη ποταμού
2. δίσκος με τον οποίο οι κωμοδρόμοι συνέλεγαν από τους θεατές χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυκ-ίον < καῦκος, ὁ + υποκορ. κατάλ. -ί (ον), πρβλ. γατί, παιδί].