λειτουργώ: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(22)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, -έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ)<br /><b>1.</b> (για τα όργανα του σώματος) [[εκτελώ]] [[λειτουργία]] («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ τοῡ στόματος [[δύναμις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ιερέα) [[ιερουργώ]] στον ναό, [[τελώ]] τη Θεία Λειτουργία<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] θρησκευτική [[υπηρεσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] το [[έργο]] για το οποίο [[είμαι]] κατασκευασμένος ή προορισμένος, [[δουλεύω]] («το [[κουδούνι]] του ρολογιού δεν λειτουργεί πια»)<br /><b>2.</b> (για [[ίδρυμα]] ή [[κατάστημα]]) [[προσφέρω]] υπηρεσίες, [[είμαι]] [[ανοιχτός]], [[εργάζομαι]] («οι τράπεζες δεν λειτουργούν λόγω απεργίας»)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για ναό) <i>λειτουργούμαι</i> και <i>λειτουργιέμαι</i><br />τελείται [[εντός]] μου [[ιερουργία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>παθ.</b> [[προσέρχομαι]] και [[μετέχω]] στη Θεία Λειτουργία<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> (για [[εκκλησία]]) [[ανοίγω]] για να τελεσθεί η [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) (για [[πρόσφορο]]) <i>λειτουργημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτό που έχει διαβαστεί [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία<br /><b>4.</b> (σχετικά με χριστιανική [[θυσία]]) [[εκτελώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετούσε κάποιον [[είτε]] με [[μισθό]] [[είτε]] ως [[δούλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[λειτουργία]] της πόλεως με δική μου [[δαπάνη]] («ἐκ τοῡ μισθωθῆναι διπλάσιοι καὶ τριπλάσιοι γεγόνασιν, ὥστ' ἀξιοῡσθαι λῃτουργεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεξάγω]] [[δημόσια]] [[υπηρεσία]]<br /><b>3.</b> [[υπηρετώ]] την [[πολιτεία]] με τον γάμο μου, που έγινε με σκοπό τη [[γέννηση]] παιδιών<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ λελειτουργημένα</i> ή <i>λελῃτουργημένα</i><br />οι λειτουργίες της πόλεως που είχε αναλάβει να τελέσει [[κάποιος]] («τοιαῡτ' ἦν αὐτῷ τὰ λελῃτουργημένα καὶ [[πεπραγμένα]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[λειτουργώ]] ανάγεται —μέσω της λ. [[λήϊτον]] (<b>βλ.</b> κατωτ.)— στη λ. [[λαός]]. Το ρ. [[λειτουργώ]] δεν φαίνεται να παράγεται από το [[λειτουργός]], όπως κανονικά θα αναμενόταν (<b>βλ.</b> [[λειτουργός]]), [[αλλά]] από αρχ. τ. <i>ληϊτο</i> - <i>Fεργέω</i>, «σύνθετο εκ συναρπαγής», δηλ. σύνθετο από ολόκληρη [[φράση]], τη [[φράση]] <i>λήϊτα Fέργα</i> (<b>βλ.</b> [[λήιτον]]). Αρχικός [[είναι]] [[λοιπόν]] ο τ. <i>λῃτουργώ</i>, που με [[βράχυνση]] της μακρόφωνης διφθόγγου έδωσε στη Νεώτερη Αττική τον τ. <i>λειτουργῶ</i>. Ο τ. <i>λειτρουγώ</i> με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-].
|mltxt=και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, -έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ)<br /><b>1.</b> (για τα όργανα του σώματος) [[εκτελώ]] [[λειτουργία]] («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῖ τοῦ στόματος [[δύναμις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ιερέα) [[ιερουργώ]] στον ναό, [[τελώ]] τη Θεία Λειτουργία<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] θρησκευτική [[υπηρεσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] το [[έργο]] για το οποίο [[είμαι]] κατασκευασμένος ή προορισμένος, [[δουλεύω]] («το [[κουδούνι]] του ρολογιού δεν λειτουργεί πια»)<br /><b>2.</b> (για [[ίδρυμα]] ή [[κατάστημα]]) [[προσφέρω]] υπηρεσίες, [[είμαι]] [[ανοιχτός]], [[εργάζομαι]] («οι τράπεζες δεν λειτουργούν λόγω απεργίας»)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για ναό) <i>λειτουργούμαι</i> και <i>λειτουργιέμαι</i><br />τελείται [[εντός]] μου [[ιερουργία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>παθ.</b> [[προσέρχομαι]] και [[μετέχω]] στη Θεία Λειτουργία<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> (για [[εκκλησία]]) [[ανοίγω]] για να τελεσθεί η [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) (για [[πρόσφορο]]) <i>λειτουργημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτό που έχει διαβαστεί [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία<br /><b>4.</b> (σχετικά με χριστιανική [[θυσία]]) [[εκτελώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετούσε κάποιον [[είτε]] με [[μισθό]] [[είτε]] ως [[δούλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[λειτουργία]] της πόλεως με δική μου [[δαπάνη]] («ἐκ τοῦ μισθωθῆναι διπλάσιοι καὶ τριπλάσιοι γεγόνασιν, ὥστ' ἀξιοῦσθαι λῃτουργεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεξάγω]] [[δημόσια]] [[υπηρεσία]]<br /><b>3.</b> [[υπηρετώ]] την [[πολιτεία]] με τον γάμο μου, που έγινε με σκοπό τη [[γέννηση]] παιδιών<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ λελειτουργημένα</i> ή <i>λελῃτουργημένα</i><br />οι λειτουργίες της πόλεως που είχε αναλάβει να τελέσει [[κάποιος]] («τοιαῡτ' ἦν αὐτῷ τὰ λελῃτουργημένα καὶ [[πεπραγμένα]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[λειτουργώ]] ανάγεται —μέσω της λ. [[λήϊτον]] (<b>βλ.</b> κατωτ.)— στη λ. [[λαός]]. Το ρ. [[λειτουργώ]] δεν φαίνεται να παράγεται από το [[λειτουργός]], όπως κανονικά θα αναμενόταν (<b>βλ.</b> [[λειτουργός]]), [[αλλά]] από αρχ. τ. <i>ληϊτο</i> - <i>Fεργέω</i>, «σύνθετο εκ συναρπαγής», δηλ. σύνθετο από ολόκληρη [[φράση]], τη [[φράση]] <i>λήϊτα Fέργα</i> (<b>βλ.</b> [[λήιτον]]). Αρχικός [[είναι]] [[λοιπόν]] ο τ. <i>λῃτουργώ</i>, που με [[βράχυνση]] της μακρόφωνης διφθόγγου έδωσε στη Νεώτερη Αττική τον τ. <i>λειτουργῶ</i>. Ο τ. <i>λειτρουγώ</i> με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, -έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ)
1. (για τα όργανα του σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῖ ἡ τοῦ στόματος δύναμις», Αριστοτ.)
2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία
3. προσφέρω θρησκευτική υπηρεσία
νεοελλ.
1. εκτελώ το έργο για το οποίο είμαι κατασκευασμένος ή προορισμένος, δουλεύω («το κουδούνι του ρολογιού δεν λειτουργεί πια»)
2. (για ίδρυμα ή κατάστημα) προσφέρω υπηρεσίες, είμαι ανοιχτός, εργάζομαι («οι τράπεζες δεν λειτουργούν λόγω απεργίας»)
3. παθ. (για ναό) λειτουργούμαι και λειτουργιέμαι
τελείται εντός μου ιερουργία
νεοελλ.-μσν.
παθ. προσέρχομαι και μετέχω στη Θεία Λειτουργία
μσν.
1. παθ. (για εκκλησία) ανοίγω για να τελεσθεί η θεία λειτουργία
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) (για πρόσφορο) λειτουργημένος, -η, -ον
αυτό που έχει διαβαστεί κατά τη Θεία Λειτουργία
4. (σχετικά με χριστιανική θυσία) εκτελώ
μσν.-αρχ.
αυτός που υπηρετούσε κάποιον είτε με μισθό είτε ως δούλος
αρχ.
1. εκτελώ λειτουργία της πόλεως με δική μου δαπάνη («ἐκ τοῦ μισθωθῆναι διπλάσιοι καὶ τριπλάσιοι γεγόνασιν, ὥστ' ἀξιοῦσθαι λῃτουργεῖν», Δημοσθ.)
2. διεξάγω δημόσια υπηρεσία
3. υπηρετώ την πολιτεία με τον γάμο μου, που έγινε με σκοπό τη γέννηση παιδιών
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ λελειτουργημένα ή λελῃτουργημένα
οι λειτουργίες της πόλεως που είχε αναλάβει να τελέσει κάποιος («τοιαῡτ' ἦν αὐτῷ τὰ λελῃτουργημένα καὶ πεπραγμένα», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λειτουργώ ανάγεται —μέσω της λ. λήϊτον (βλ. κατωτ.)— στη λ. λαός. Το ρ. λειτουργώ δεν φαίνεται να παράγεται από το λειτουργός, όπως κανονικά θα αναμενόταν (βλ. λειτουργός), αλλά από αρχ. τ. ληϊτο - Fεργέω, «σύνθετο εκ συναρπαγής», δηλ. σύνθετο από ολόκληρη φράση, τη φράση λήϊτα Fέργα (βλ. λήιτον). Αρχικός είναι λοιπόν ο τ. λῃτουργώ, που με βράχυνση της μακρόφωνης διφθόγγου έδωσε στη Νεώτερη Αττική τον τ. λειτουργῶ. Ο τ. λειτρουγώ με μετάθεση του -ρ-].