χάρων: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(13)
 
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charon
|Transliteration C=charon
|Beta Code=xa/rwn
|Beta Code=xa/rwn
|Definition=[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, poet. for <b class="b3">χαροπός, Μήνης παῖδα χάρωνα</b>, of the Nemean lion, <span class="bibl">Euph.84.4</span>; so as Subst. (said to be Maced.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> χάρωνος ὠμηστοῦ δορά Lyc.455, cf. Hsch., etc.; also of <b class="b2">the eagle</b>, Lyc.260; of the Cyclops, Id.660. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as pr. n., <b class="b2">Charon</b>, the ferryman of the Styx, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>254</span> (lyr.), <span class="bibl">361</span>, al.; voc. ὦ Χάρον <span class="bibl">Cratin.324c</span> (v.l. [[Χάρων]]); but <b class="b3">χαῖρ' ὦ Χάρων</b> (with a pun) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>184</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, ''poet.'' for <b class="b3">χαροπός, Μήνης παῖδα χάρωνα</b>, of the Nemean lion, Euph.84.4; so as [[substantive]] (said to be Maced.),<br><span class="bld">A</span> χάρωνος ὠμηστοῦ δορά Lyc.455, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], etc.; also of [[the eagle]], Lyc.260; of the Cyclops, Id.660.<br><span class="bld">II</span> as pr. n., [[Charon]], the ferryman of the Styx, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''254 (lyr.), 361, al.; voc. ὦ Χάρον Cratin.324c ([[varia lectio|v.l.]] [[Χάρων]]); but <b class="b3">χαῖρ' ὦ Χάρων</b> (with a pun) Ar.''Ra.''184.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ωνος, ὁ, ἡ, poet. statt [[χαροπός]], Beiwort des Löwen Lycophr. 455, vgl. Euphor. 47. S. N. pr.
}}
{{bailly
|btext=ωνος;<br /><i>adj. c.</i> [[χαροπός]].<br />'''Étymologie:''' DELG forme poét. raccourcie de [[χαροπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χάρων:''' ωνος (ᾰ) adj. Aesch. = [[χαροπός]].
}}
{{ls
|lstext='''χάρων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητικ. ἀντὶ [[χαροπός]], [[μάλιστα]] ὡς [[ὄνομα]] (Μακεδονικόν, ὡς λέγεται) τοῦ λέοντος, Εὐφορ. 47 (καὶ [[αὐτόθι]] Meineke, Λυκόφρ. 455, πρβλ. Ἠσύχ. [[ἔνθα]]: «[[χάρων]]· ὁ [[λέων]], ἀπὸ τῆς χαροπότητος», Sturz D. Mac. σ. 47 κἑξ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀετοῦ, Λυκόφρ. 260, καὶ [[αὐτόθι]] Bachm.· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Λυκόφρ. 660. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Χάρων ὁ πορθμεὺς τῆς Στυγός, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τῶν ἀπαστραπτόντων καὶ ἀγρίων ὀφθαλμῶν αυτοῦ («Χάρος» = [[θάνατος]]), Εὐρ. Ἄλκ. 254, 361, κ. ἀλλ.· κλητ. ὦ Χάρον Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 52· [[ἀλλά]], χαῖρ’ ὦ Χάρων (μετὰ παιδιᾶς ἐν τῇ λέξει) Ἀριστοφ Βάτραχ. 183.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[προσωνυμία]] αρπακτικών ζώων και [[κυρίως]] του λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια [[λάμψη]] τών ματιών του ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. συντμ. τ. της λ. [[χαροπός]] / [[χαρωπός]], [[κατά]] μία [[άποψη]] σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] της λ. [[αἴθων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάρων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[χαροπός]], από όπου, ως κύριο όνομα, [[Χάρων]], ο [[πορθμέας]] της Στύγας, από τα λαμπερά και άγρια μάτια του, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{FriskDe
|ftr='''χάρων''': 1. -ωνος<br />{khárōn}<br />'''Grammar''': m. f.<br />'''Meaning''': Beiname bzw. Name des Löwen (Euph., Lyk., H.), auch vom Adler und dem Kyklopen (Lyk.).<br />'''Etymology''': Individualisierende Kurzform für [[χαροπός]] (Sommer Nominalkomp. 121 f., Leumann Sprache 5, 72); s. [[χαίρω]].<br />'''Page''' 2,1075-1076<br />2. -ωνος<br />{Khárōn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': der Fährmann der Toten in der Unterwelt (E., Ar. u.a.).<br />'''Derivative''': Davon Χαρωνεύς = [[Χάρων]] (Ath. 15, 666a), metrische Erweiterung am Versende (vgl. Boßhardt 97); -(ε)ιος ‘den Charon (die Unterwelt) betreffend' (Str., Gal., Zen. u.a.), -ίς f. ib. (Nonn.); -ῖται m. pl. = lat. ''Orcini'', von den von Antonius nach dem Tode Cäsars eingesetzten Senatoren (Plu.).<br />'''Etymology''': Appellativische Bed. ebenso wie Herkunft des Mythos unbekannt (aus Ägypten? [[Diodorus Siculus|D.S.]] 1, 92 u. 96; vgl. Nilsson Gr. Rel. I 328 f.). Im Altertum (Serv. ''Aen''. 6, 299) mit [[χαίρω]] ("κατ’ ἀντίφρασιν") verbunden; in neuerer Zeit (z.B. v. Wilamowitz Glaube 1, 315) als Kurzform von [[χαροπός]] (= 1. [[χάρων]]) betrachtet. Nach van Windekens Beitr. z. Namenforsch. 9, 172 zu [[Ἀχέρων]] ("celui du cours d'eau, du fleuve"), griech. oder pelasgisch. — Zu [[Χάρων]] (Χάρος) im Ngr. Hesseling ByzZ 30, 186ff.; dazu Kretschmer Glotta 22, 238f.<br />'''Page''' 2,1076
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ωνος ὁ. Ἀπό τό [[χαροπός]], γιατί τόν φαντάζονταν μέ μάτια πού ἄστραφταν ἀπό ἀγριότητα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[χαίρω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάρων Medium diacritics: χάρων Low diacritics: χάρων Capitals: ΧΑΡΩΝ
Transliteration A: chárōn Transliteration B: charōn Transliteration C: charon Beta Code: xa/rwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, poet. for χαροπός, Μήνης παῖδα χάρωνα, of the Nemean lion, Euph.84.4; so as substantive (said to be Maced.),
A χάρωνος ὠμηστοῦ δορά Lyc.455, cf. Hsch., etc.; also of the eagle, Lyc.260; of the Cyclops, Id.660.
II as pr. n., Charon, the ferryman of the Styx, E.Alc.254 (lyr.), 361, al.; voc. ὦ Χάρον Cratin.324c (v.l. Χάρων); but χαῖρ' ὦ Χάρων (with a pun) Ar.Ra.184.

German (Pape)

[Seite 1340] ωνος, ὁ, ἡ, poet. statt χαροπός, Beiwort des Löwen Lycophr. 455, vgl. Euphor. 47. S. N. pr.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. c. χαροπός.
Étymologie: DELG forme poét. raccourcie de χαροπός.

Russian (Dvoretsky)

χάρων: ωνος (ᾰ) adj. Aesch. = χαροπός.

Greek (Liddell-Scott)

χάρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητικ. ἀντὶ χαροπός, μάλιστα ὡς ὄνομα (Μακεδονικόν, ὡς λέγεται) τοῦ λέοντος, Εὐφορ. 47 (καὶ αὐτόθι Meineke, Λυκόφρ. 455, πρβλ. Ἠσύχ. ἔνθα: «χάρων· ὁ λέων, ἀπὸ τῆς χαροπότητος», Sturz D. Mac. σ. 47 κἑξ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀετοῦ, Λυκόφρ. 260, καὶ αὐτόθι Bachm.· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Λυκόφρ. 660. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Χάρων ὁ πορθμεὺς τῆς Στυγός, κληθεὶς οὕτως ἐκ τῶν ἀπαστραπτόντων καὶ ἀγρίων ὀφθαλμῶν αυτοῦ («Χάρος» = θάνατος), Εὐρ. Ἄλκ. 254, 361, κ. ἀλλ.· κλητ. ὦ Χάρον Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 52· ἀλλά, χαῖρ’ ὦ Χάρων (μετὰ παιδιᾶς ἐν τῇ λέξει) Ἀριστοφ Βάτραχ. 183.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(ποιητ. τ.) προσωνυμία αρπακτικών ζώων και κυρίως του λιονταριού, που οφείλεται στην σπινθηροβόλα, απαστράπτουσα άγρια λάμψη τών ματιών του ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. συντμ. τ. της λ. χαροπός / χαρωπός, κατά μία άποψη σχηματισμένος κατ' επίδραση της λ. αἴθων.

Greek Monotonic

χάρων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί χαροπός, από όπου, ως κύριο όνομα, Χάρων, ο πορθμέας της Στύγας, από τα λαμπερά και άγρια μάτια του, σε Ευρ., Αριστοφ.

Frisk Etymology German

χάρων: 1. -ωνος
{khárōn}
Grammar: m. f.
Meaning: Beiname bzw. Name des Löwen (Euph., Lyk., H.), auch vom Adler und dem Kyklopen (Lyk.).
Etymology: Individualisierende Kurzform für χαροπός (Sommer Nominalkomp. 121 f., Leumann Sprache 5, 72); s. χαίρω.
Page 2,1075-1076
2. -ωνος
{Khárōn}
Grammar: m.
Meaning: der Fährmann der Toten in der Unterwelt (E., Ar. u.a.).
Derivative: Davon Χαρωνεύς = Χάρων (Ath. 15, 666a), metrische Erweiterung am Versende (vgl. Boßhardt 97); -(ε)ιος ‘den Charon (die Unterwelt) betreffend' (Str., Gal., Zen. u.a.), -ίς f. ib. (Nonn.); -ῖται m. pl. = lat. Orcini, von den von Antonius nach dem Tode Cäsars eingesetzten Senatoren (Plu.).
Etymology: Appellativische Bed. ebenso wie Herkunft des Mythos unbekannt (aus Ägypten? D.S. 1, 92 u. 96; vgl. Nilsson Gr. Rel. I 328 f.). Im Altertum (Serv. Aen. 6, 299) mit χαίρω ("κατ’ ἀντίφρασιν") verbunden; in neuerer Zeit (z.B. v. Wilamowitz Glaube 1, 315) als Kurzform von χαροπός (= 1. χάρων) betrachtet. Nach van Windekens Beitr. z. Namenforsch. 9, 172 zu Ἀχέρων ("celui du cours d'eau, du fleuve"), griech. oder pelasgisch. — Zu Χάρων (Χάρος) im Ngr. Hesseling ByzZ 30, 186ff.; dazu Kretschmer Glotta 22, 238f.
Page 2,1076

Mantoulidis Etymological

-ωνος ὁ. Ἀπό τό χαροπός, γιατί τόν φαντάζονταν μέ μάτια πού ἄστραφταν ἀπό ἀγριότητα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χαίρω.