ὑποδεής: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(13) |
m (Text replacement - ";]]" to "]];") |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodeis | |Transliteration C=ypodeis | ||
|Beta Code=u(podeh/s | |Beta Code=u(podeh/s | ||
|Definition=(A), | |Definition=(A), ὑποδεές, ([[δέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[somewhat deficient]], [[inferior]]; used only in Comp. [[ὑποδεέστερος]].<br><span class="bld">I</span> of persons, [[lower in degree]], [[Herodotus|Hdt.]]1.91, 134; κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώσσῃ ὑ. X. ''Oec.'' 13.8.<br><span class="bld">b</span> [[younger]], PMasp.23.16 (vi A. D.), ''PLond.''5.1708.37 (vi A. D.).<br><span class="bld">2</span> of things, <b class="b3">ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων</b> with [[resources]] much [[inferior]], Th.2.89; <b class="b3">αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει ὑποδεέστερος</b>, of the [[Nile]], [[Herodotus|Hdt.]]2.25; τέχνη ἐκείνης ὑποδεεστέρα Pl.''Euthd.''289e; <b class="b3">δηλοῦται.. ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης</b> [[inferior]] to report, i.e. exaggerated, Th.1.11; <b class="b3">ἔστι δὲ τοῦτο ὑ.</b>, of [[beebread]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''623b24.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ὑποδεεστέρως]] Th.8.87, Antipho 4.4.6: neut. pl. [[ὑποδεέστερα]] as adverb, Id.3.3.9.<br /><br />(B), ὑποδεές, ([[δέος]]) [[somewhat fearful]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1214.png Seite 1214]] ὑποδεές, [[etwas furchtsam]], Hesych. ές, [[mangelhaft]], – scheint nur im compar. ὑποδεέστερος [[vorzukommen]], [[geringer]], Her. 1, 134. 6, 51 Thuc. 1, 10. 4, 20 u. öfter; Plat. oft; μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶν Antiph. 3 γ 9; auch adv. ὑποδεεστέρως, 4 δ 4, wie Thuc. 8, 87 u. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὑποδεής, ὑποδεές :<br />[[inférieur]];<br /><i>Cp.</i> [[ὑποδεέστερος]] = [[tout à fait inférieur]] : τινος à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δέω]]². | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑποδεής''': ὑποδεές, γεν. έος, (δέομαι) ὀλίγον τι [[ἐλλιπής]], [[κατώτερος]]· ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἦν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑποδεέστερος (πρβλ. [[ἐνδεής]]), 1) ἐπὶ ἐμψύχων, Ἡρόδ. 1. 91, 134., 2. 25, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε, κ. ἀλλ.· κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώττῃ ὑπ. Ξεν. Οἰκ. 13, 8. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων Θουκ. 2. 89· ὑποδ. [[ὄντα]] τῆς φήμης ὁ αὐτ., ἴδε [[φήμη]] Ι. 2· ἐστὶ δὲ τοῦτο ὑποδεέστερον, περὶ τῆς τροφῆς τῶν μελισσῶν, ἣν καλοῦσι τινὲς κήρινθον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -εστέρως, Θουκ. 8. 87, Ἀντιφῶν 128. 34· οὐδέτ. πληθ. ὑποδεέστερα ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. 123. 24. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὑποδεες, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ελλιπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑποδεές</i>·η [[υποταγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὑποδεής]]<br />[[υπηρέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέομαι]]), [[πρβλ]]. [[ἐνδεής]]].<br /><b>(II)</b><br />-ες, Α<br />λίγο φοβισμένος, [[κάπως]] φοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέος]] «[[φόβος]]»), [[πρβλ]]. [[περιδεής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποδεής:''' -ές ([[δέομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, κάπως [[ανεπαρκής]], [[ελλιπής]], [[κατώτερος]]· [[κυρίως]] σε συγκρ. <i>ὑποδεέστερος</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων</i>, με πόρους [[πολύ]] κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-εστέρως</i>, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπο-δεής, ές [[δέομαι]]<br />[[somewhat]] [[deficient]], [[inferior]]; [[mostly]] in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with [[resources]] [[much]] [[inferior]], Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[inferior]], [[deterior]]'', [[lower]], [[worse]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.10.2/ 1.10.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.11.3/ 1.11.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.89.6/ 2.89.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.11.3/ 3.11.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.45.6/ 3.45.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.20.4/ 4.20.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.8.2/ 5.8.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ὑποδεεστέρους] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.1.1/ 1.1.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:23, 23 November 2024
English (LSJ)
(A), ὑποδεές, (δέομαι)
A somewhat deficient, inferior; used only in Comp. ὑποδεέστερος.
I of persons, lower in degree, Hdt.1.91, 134; κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώσσῃ ὑ. X. Oec. 13.8.
b younger, PMasp.23.16 (vi A. D.), PLond.5.1708.37 (vi A. D.).
2 of things, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Th.2.89; αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει ὑποδεέστερος, of the Nile, Hdt.2.25; τέχνη ἐκείνης ὑποδεεστέρα Pl.Euthd.289e; δηλοῦται.. ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης inferior to report, i.e. exaggerated, Th.1.11; ἔστι δὲ τοῦτο ὑ., of beebread, Arist.HA623b24.
II Adv. ὑποδεεστέρως Th.8.87, Antipho 4.4.6: neut. pl. ὑποδεέστερα as adverb, Id.3.3.9.
(B), ὑποδεές, (δέος) somewhat fearful, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1214] ὑποδεές, etwas furchtsam, Hesych. ές, mangelhaft, – scheint nur im compar. ὑποδεέστερος vorzukommen, geringer, Her. 1, 134. 6, 51 Thuc. 1, 10. 4, 20 u. öfter; Plat. oft; μηδὲν ὑποδεέστερα τούτων μελετῶν Antiph. 3 γ 9; auch adv. ὑποδεεστέρως, 4 δ 4, wie Thuc. 8, 87 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ὑποδεής, ὑποδεές :
inférieur;
Cp. ὑποδεέστερος = tout à fait inférieur : τινος à qqn ou à qch.
Étymologie: ὑπό, δέω².
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδεής: ὑποδεές, γεν. έος, (δέομαι) ὀλίγον τι ἐλλιπής, κατώτερος· ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἦν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ. ὑποδεέστερος (πρβλ. ἐνδεής), 1) ἐπὶ ἐμψύχων, Ἡρόδ. 1. 91, 134., 2. 25, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε, κ. ἀλλ.· κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώττῃ ὑπ. Ξεν. Οἰκ. 13, 8. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων Θουκ. 2. 89· ὑποδ. ὄντα τῆς φήμης ὁ αὐτ., ἴδε φήμη Ι. 2· ἐστὶ δὲ τοῦτο ὑποδεέστερον, περὶ τῆς τροφῆς τῶν μελισσῶν, ἣν καλοῦσι τινὲς κήρινθον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -εστέρως, Θουκ. 8. 87, Ἀντιφῶν 128. 34· οὐδέτ. πληθ. ὑποδεέστερα ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. 123. 24.
Greek Monolingual
(I)
ὑποδεες, ΜΑ
1. ελλιπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής
υπηρέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐνδεής].
(II)
-ες, Α
λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. περιδεής].
Greek Monotonic
ὑποδεής: -ές (δέομαι), γεν. -έος, κάπως ανεπαρκής, ελλιπής, κατώτερος· κυρίως σε συγκρ. ὑποδεέστερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων, με πόρους πολύ κατώτερους, σε Θουκ.· επίρρ. -εστέρως, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπο-δεής, ές δέομαι
somewhat deficient, inferior; mostly in comp. ὑποδεέστερος, Hdt., Plat.; ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, Thuc.:—adv. -εστέρως, Thuc.
Lexicon Thucydideum
inferior, deterior, lower, worse, 1.10.2, 1.11.3, 2.89.6, 3.11.3, 3.45.6, 4.20.4, 5.8.2, [vulgo commonly ὑποδεεστέρους] 1.1.1.