πόπανον: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(33)
mNo edit summary
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=popanon
|Transliteration C=popanon
|Beta Code=po/panon
|Beta Code=po/panon
|Definition=τό, (πέσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">round cake</b>, used at sacrifices, π. θύειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>285</span>, al., cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>455c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>489</span>, <span class="title">IG</span>2.1651, <span class="bibl">Men.129.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>569.86</span> (iii B.C.), Dieuch. ap. <span class="bibl">Orib.4.7.32</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.16</span>; cj. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>16.10</span>.</span>
|Definition=τό, ([[πέσσω]]) [[round cake]], used at [[sacrifice]]s, πόπανον [[θύειν]] Ar.Th.285, al., cf. Pl.R.455c, Arist.Fr.489, IG2.1651, Men.129.4, PCair.Zen.569.86 (iii B.C.), Dieuch. ap. Orib.4.7.32, Porph.Abst.2.16; cj. in Thphr.Char.16.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0681.png Seite 681]] τό, wie [[πέμμα]], <b class="b2">Gebäck</b>, bes. Opferkuchen, nach Schol. Plat. Rep. V, 227 πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ; Ar. oft, πόπανα πέττειν Eccl. 843, θύειν Thesm. 285; τὴν τῶν ποπάνων θεραπείαν, Plat. Rep. V, 455 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0681.png Seite 681]] τό, wie [[πέμμα]], [[Gebäck]], bes. Opferkuchen, nach Schol. Plat. Rep. V, 227 πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ; Ar. oft, πόπανα πέττειν Eccl. 843, θύειν Thesm. 285; τὴν τῶν ποπάνων θεραπείαν, Plat. Rep. V, 455 c.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πόπανον''': τό, ([[πέπτω]]) ὡς τὸ [[πέμμα]], [[στρογγύλος]] [[πλακοῦς]] ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφάνει· π. θύειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 285, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 455C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 447.
|btext=ου (τό) :<br />[[galette pour les sacrifices]].<br />'''Étymologie:''' [[πέπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πόπανον -ου, τό [~ πέττω] [[koek]], [[offerkoek]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (τό) :<br />galette pour les sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[πέπτω]].
|elrutext='''πόπᾰνον:''' τό [[жертвенная лепешка]] Arph., Plat., Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς [[κατά]] την [[τέλεση]] θυσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποπ</i>- της ρίζας του ρ. [[πέσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pek</i><sup>w</sup>-<i>jo</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πεπ</i>-<i>τός</i>, <i>πέπ</i>-<i>τω</i>) με [[επίθημα]] -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όργ</i>-<i>ανον</i>, <i>όχ</i>-<i>ανον</i>, <i>πλόκ</i>-<i>ανον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς [[κατά]] την [[τέλεση]] θυσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποπ</i>- της ρίζας του ρ. [[πέσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pek</i><sup>w</sup>-<i>jo</i>, [[πρβλ]]. [[πεπτός]], [[πέπτω]]) με [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[όργανον]], [[όχανον]], [[πλόκανον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πόπᾰνον:''' τό ([[πέπτω]]) όπως [[πέμμα]], στρογγυλό εδώδιμο [[παρασκεύασμα]] που χρησιμοποιείται σε θυσίες, σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''πόπανον''': τό, ([[πέπτω]]) ὡς τὸ [[πέμμα]], [[στρογγύλος]] [[πλακοῦς]] ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας· συχν. παρ’ Ἀριστοφάνει· π. θύειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 285, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 455C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 447.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πέσσω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πόπᾰνον, ου, τό, [[πέπτω]]<br />like [[πέμμα]], a [[round]] [[cake]], used at sacrifices, Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πόπανον''': {pópanon}<br />'''See also''': s. [[πέσσω]].<br />'''Page''' 2,579
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[pastel]] como ofrenda ποίει πλακοῦντας ζʹ καὶ πόπανα ζʹ <b class="b3">haz siete tortas y siete pasteles</b> P I 288 παρακείσθω δὲ αὐτῷ πόπανα ζʹ, πλακοῦντες ζʹ <b class="b3">que haya junto a éste siete pasteles y siete tortas</b> P IV 2191 P XII 21
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόπᾰνον Medium diacritics: πόπανον Low diacritics: πόπανον Capitals: ΠΟΠΑΝΟΝ
Transliteration A: pópanon Transliteration B: popanon Transliteration C: popanon Beta Code: po/panon

English (LSJ)

τό, (πέσσω) round cake, used at sacrifices, πόπανον θύειν Ar.Th.285, al., cf. Pl.R.455c, Arist.Fr.489, IG2.1651, Men.129.4, PCair.Zen.569.86 (iii B.C.), Dieuch. ap. Orib.4.7.32, Porph.Abst.2.16; cj. in Thphr.Char.16.10.

German (Pape)

[Seite 681] τό, wie πέμμα, Gebäck, bes. Opferkuchen, nach Schol. Plat. Rep. V, 227 πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ; Ar. oft, πόπανα πέττειν Eccl. 843, θύειν Thesm. 285; τὴν τῶν ποπάνων θεραπείαν, Plat. Rep. V, 455 c.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
galette pour les sacrifices.
Étymologie: πέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόπανον -ου, τό [~ πέττω] koek, offerkoek.

Russian (Dvoretsky)

πόπᾰνον: τό жертвенная лепешка Arph., Plat., Arst.

Spanish

pastel

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποπ- της ρίζας του ρ. πέσσω (< pekw-jo, πρβλ. πεπτός, πέπτω) με επίθημα -ανον (πρβλ. όργανον, όχανον, πλόκανον)].

Greek Monotonic

πόπᾰνον: τό (πέπτω) όπως πέμμα, στρογγυλό εδώδιμο παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται σε θυσίες, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πόπανον: τό, (πέπτω) ὡς τὸ πέμμα, στρογγύλος πλακοῦς ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας· συχν. παρ’ Ἀριστοφάνει· π. θύειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 285, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 455C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 447.

Frisk Etymological English

See also: s. πέσσω.

Middle Liddell

πόπᾰνον, ου, τό, πέπτω
like πέμμα, a round cake, used at sacrifices, Ar.

Frisk Etymology German

πόπανον: {pópanon}
See also: s. πέσσω.
Page 2,579

Léxico de magia

τό pastel como ofrenda ποίει πλακοῦντας ζʹ καὶ πόπανα ζʹ haz siete tortas y siete pasteles P I 288 παρακείσθω δὲ αὐτῷ πόπανα ζʹ, πλακοῦντες ζʹ que haya junto a éste siete pasteles y siete tortas P IV 2191 P XII 21