προαιρετός: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proairetos | |Transliteration C=proairetos | ||
|Beta Code=proaireto/s | |Beta Code=proaireto/s | ||
|Definition= | |Definition=προαιρετή, προαιρετόν,<br><span class="bld">A</span> [[deliberately chosen]], [[purposed]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1113a10, ''Metaph.''1025b24. Adv. [[προαιρετῶς]] ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.29.3, Gal. 19.452.<br><span class="bld">II</span> [[appointed as representative]], in plural, ὑπὸ τᾶς πόλιος ''SIG''241.133 (Delph., iv B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[préféré]];<br /><b>2</b> [[que l'on choisit librement]], [[que l'on décide spontanément]].<br />'''Étymologie:''' [[προαιρέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] [[bewust gekozen]], [[bedoeld]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προαιρετός:''' (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαιρετός''': -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ. | |lstext='''προαιρετός''': -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -όν, Α [[προαιροῦμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη [[εκλογή]]<br /><b>2.</b> ο εκλεγμένος ως [[αντιπρόσωπος]] («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προαιρετός:''' -ή, -όν, επιλεγμένος κατά [[βούληση]], [[σκόπιμος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[προαιρετός]], ή, όν [from προαιρέομαι]<br />[[deliberately]] [[chosen]], purposed, Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
προαιρετή, προαιρετόν,
A deliberately chosen, purposed, Arist.EN1113a10, Metaph.1025b24. Adv. προαιρετῶς Placit.1.29.3, Gal. 19.452.
II appointed as representative, in plural, ὑπὸ τᾶς πόλιος SIG241.133 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 705] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 préféré;
2 que l'on choisit librement, que l'on décide spontanément.
Étymologie: προαιρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.
Russian (Dvoretsky)
προαιρετός: (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προαιρετός: -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προαιροῦμαι
1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή
2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.).
Greek Monotonic
προαιρετός: -ή, -όν, επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σε Αριστ.
Middle Liddell
προαιρετός, ή, όν [from προαιρέομαι]
deliberately chosen, purposed, Arist.